Πέραν της Σοβιετικής Ένωσης, το Σύμφωνο έφερε την υπογραφή των λαϊκών δημοκρατιών της Αλβανίας (αποχώρησε το 1968), της Ανατολικής Γερμανίας (αποχώρησε το 1990 με την ενοποίηση της Γερμανίας), της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας, με την οποία εγκαθιδρύθηκε ένας αμυντικός στρατιωτικός οργανισμός (Οργανισμός των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας) ως αντίπαλο δέος του ΝΑΤΟ. Διαλύθηκε επισήμως την 1η Ιουλίου 1991 μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη.

Η συνθήκη προέβλεπε ενιαία στρατιωτική διοίκηση, καθώς και την παραμονή σοβιετικών στρατιωτικών μονάδων στα εδάφη των άλλων κρατών-μελών. Το σύνολο της στρατιωτικής δύναμης του Συμφώνου της Βαρσοβίας υπολογιζόταν σε 6.000.000 άνδρες περίπου. Την κύρια αφορμή για τη σύναψη του Συμφώνου της Βαρσοβίας αποτέλεσε η Συμφωνία του Παρισιού (23 Οκτωβρίου 1954), με την οποία οι δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να εντάξουν τη Δυτική Γερμανία στο ΝΑΤΟ (9 Μαΐου 1955).

Ουσιαστικά, όμως, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ήταν το πρώτο βήμα για έναν πιο συστηματικό έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης επί των δορυφορικών κρατών της, τον οποίο άρχισαν να εφαρμόζουν οι Σοβιετικοί ηγέτες Νικίτα Χρουστσόφ και Νικολάι Μπουλγκάνιν μετά την ανάληψη της εξουσίας στις αρχές του 1955. Το Σύμφωνο χρησίμευσε επίσης για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος της Σοβιετικής Ένωσης στη διεθνή διπλωματία. Αυτό μπορεί να συναχθεί σαφώς από το τελευταίο άρθρο του Συμφώνου, που ορίζει ότι το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα πάψει να υπάρχει όταν τεθεί σε εφαρμογή ένα γενικό, συλλογικό σύμφωνο ασφαλείας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.