Το ξέρατε ότι αρχές κάθε Σεπτέμβρη η μισή Αθήνα μετακόμιζε; Απολαύστε το πανδαιμόνιο και τα ευτράπελα μιας τέτοιας μετακίνησης.
«Σεπτέμβριος.
Ώρες είνε να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον εχαρακτήριζε:
Καλέ!... τα ξεκουβαλήματα!
Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα
στις γειτονιές! Ήτο ο μην των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο;
Ποιος δεν είχε κουβαλήματα;
Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθή κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη «σερμαγιά» του εις ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικώτερον κατάστημα δια να αφήση το «παλιό» εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισιβερίσι του.
Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ … «με τη δύναμι του Θεού» ευρίσκετο και «άλλο» στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον εφρόντιζε να βρή και να αλλάξη σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχεν αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές.
Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: «ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού».
Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθή ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώση ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: «ίσως αλλάξη το γούρι».
Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχείλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο.
Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίση. Εν ανάγκη να μετατοπίση τα υπάρχοντα, να μετακομίση έστω και από το ένα δωμάτιον στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα.
Η κρεββατοκάμαρα μετεβάλλετο εις τραπεζαρίαν, η τραπεζαρία σε σαλονάκι, το χώλλ σε τραπεζαρίαν και του χρόνου βλέπομε!
Η κίνησις της γειτονιάς.
Όπως θα θυμάστε, δεν ήτο διόλου μικρό πράγμα ένα ξεκουβάλημα. Η καλή οικοδέσποινα, η προκομμένη νοικοκυρά στη μετακόμισή της θα εφαίνετο τι μέρος του λόγου είνε!
Θα έπρεπε να δώση δημοσία εξετάσεις οικοκυρικής σε μια γειτονιά ολόκληρη. Για την ακρίβεια μάλιστα σε δυό γειτονιές: εις εκείνην από την οποία απήρχετο και εις εκείνην εις την οποίαν μετέβαινε.
Πόσα αμάξια, πόσα κάρρα θα γέμιζαν τα έπιπλά της. Τι έπιπλα ήσαν, εις ποίαν κατάστασιν, δια ποίαν χρήσιν…
Σοβαρά, σοβαρώτατα θέματα ερεύνης, εξετάσεως, εκτιμήσεως και διατιμήσεως εκ μέρους των παλαιών και των μελλόντων γειτόνων.
Γι’ αυτό και η γειτονιά ολόκληρη έπρεπε να είνε στις πόρτες, στα παράθυρα, στο δρόμο, είτε για να «ξεπροβοδίση» την απερχομένην, είτε για να «καλωσορίση» την νεοερχομένην.
Λαδικά με βλέμματα Γιαβέρη, παληές γειτόνισσες με συνωφρυωμένην όψιν, κοριτσόπουλα με μάτια Λυγγός, «τσόκαρα» που έσπαζαν κόκκαλα οι γλώσσσες των, στόματα χάσκοντα επί ώρας, χείλη σουφρωμένα έτοιμα να στάξουν το φαρμάκι ή το μέλι, η κυρά με το μωρό στην αγκαλιά, τ’ αβράκωτα κουτσούβελα, η μαρίδα ουμήν αλλά και ως αμέσως ενδιαφερόμενοι ο μπακάλης, ο μπακαλόγατος, ο μανάβης της γειτονιάς, ο μπαλωματής του «στενού». Σωστή, πραγματική «γαλαρία», φιλοθεάμον κοινόν προέπεμπε ή υπεδέχετο το ξεκουβάλημα που ήρχετο ή που έφευγε.
Αλλά και η νοικοκυρά που κουβαλούσε, προκειμένου να ναντιμετωπίση την κριτικήν έβαζε όλα της τα δυνατά στο αμπαλάρισμα. Δεν ήτο αρκετό να έχη κανείς καινούργια ή πολλά έπιπλα. Τόσο το χειρότερο αν είχε παλαιά και λιγοστά. Η μεγάλη τέχνη ήτο να στιβαχτούν έτσι στο κάρρο μέσα όλα αυτά, ώστε να κρύβεται ό τι έπρεπε να κρυβή, να φαίνεται και να αναμίζεται ό τι έπρεπε να φανή.
Ένα σε κάθε περίπτωσιν ήτο βέβαιον. Οι αυτόκλητοι ελλανόδικαι της Κοινής Γνώμης της γειτονιάς δεν εγκατέλειπον τας θέσεις των πριν κατέβη από το κάρρο και το τελευταίο τσουκάλι, ή εβράδυνον να καταλάβουν τα πρόχειρα θεωρεία των πολύ πιο πριν ξεπροβάλη ο πρώτος «τσέτζερης».
Και όταν το απερχόμενο κάρρο έκαμπτε την τελευταίαν γωνίαν της οδού, ήρχιζε πλέον η ελευθέρα και αχαλίνωτος κριτική.
-Καλέ δεν τάλεγα εγώ; -Εξέφερε γνώμην το λαδικό. Καλέ είδατε εκεί κουρέλια; Και να μας κάνη την αριστοκράτισσα!
Ή ακόμη:
-Άμ’ καλά τηνέ μυρίστηκα εγώ! Ήταν και λόγου της μια… παστρικιά! Είδες εκεί, είχε και μπάνιο! Μια τίμια γυναίκα, που ξεύρει να τιμήση το στεφάνι της, τι το ήθελε ταχρείαστο;…
Ή τέλος –σπανιωτέρα περίπτωσις- εξεφράζετο και ο θαυμασμός:
-Μπράβο να σου πώ! Ήταν και φαινότανε… Από αλάτι ως πιπέρι, και από σκούπα ως φαράσι!». «Πατρίς», 1930
paliaathina
«Σεπτέμβριος.
Ώρες είνε να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον εχαρακτήριζε:
Καλέ!... τα ξεκουβαλήματα!
Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα
στις γειτονιές! Ήτο ο μην των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο;
Ποιος δεν είχε κουβαλήματα;
Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθή κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη «σερμαγιά» του εις ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικώτερον κατάστημα δια να αφήση το «παλιό» εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισιβερίσι του.
Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ … «με τη δύναμι του Θεού» ευρίσκετο και «άλλο» στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον εφρόντιζε να βρή και να αλλάξη σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχεν αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές.
Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: «ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού».
Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθή ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώση ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: «ίσως αλλάξη το γούρι».
Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχείλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο.
Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίση. Εν ανάγκη να μετατοπίση τα υπάρχοντα, να μετακομίση έστω και από το ένα δωμάτιον στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα.
Η κρεββατοκάμαρα μετεβάλλετο εις τραπεζαρίαν, η τραπεζαρία σε σαλονάκι, το χώλλ σε τραπεζαρίαν και του χρόνου βλέπομε!
Η κίνησις της γειτονιάς.
Όπως θα θυμάστε, δεν ήτο διόλου μικρό πράγμα ένα ξεκουβάλημα. Η καλή οικοδέσποινα, η προκομμένη νοικοκυρά στη μετακόμισή της θα εφαίνετο τι μέρος του λόγου είνε!
Θα έπρεπε να δώση δημοσία εξετάσεις οικοκυρικής σε μια γειτονιά ολόκληρη. Για την ακρίβεια μάλιστα σε δυό γειτονιές: εις εκείνην από την οποία απήρχετο και εις εκείνην εις την οποίαν μετέβαινε.
Πόσα αμάξια, πόσα κάρρα θα γέμιζαν τα έπιπλά της. Τι έπιπλα ήσαν, εις ποίαν κατάστασιν, δια ποίαν χρήσιν…
Σοβαρά, σοβαρώτατα θέματα ερεύνης, εξετάσεως, εκτιμήσεως και διατιμήσεως εκ μέρους των παλαιών και των μελλόντων γειτόνων.
Γι’ αυτό και η γειτονιά ολόκληρη έπρεπε να είνε στις πόρτες, στα παράθυρα, στο δρόμο, είτε για να «ξεπροβοδίση» την απερχομένην, είτε για να «καλωσορίση» την νεοερχομένην.
Λαδικά με βλέμματα Γιαβέρη, παληές γειτόνισσες με συνωφρυωμένην όψιν, κοριτσόπουλα με μάτια Λυγγός, «τσόκαρα» που έσπαζαν κόκκαλα οι γλώσσσες των, στόματα χάσκοντα επί ώρας, χείλη σουφρωμένα έτοιμα να στάξουν το φαρμάκι ή το μέλι, η κυρά με το μωρό στην αγκαλιά, τ’ αβράκωτα κουτσούβελα, η μαρίδα ουμήν αλλά και ως αμέσως ενδιαφερόμενοι ο μπακάλης, ο μπακαλόγατος, ο μανάβης της γειτονιάς, ο μπαλωματής του «στενού». Σωστή, πραγματική «γαλαρία», φιλοθεάμον κοινόν προέπεμπε ή υπεδέχετο το ξεκουβάλημα που ήρχετο ή που έφευγε.
Αλλά και η νοικοκυρά που κουβαλούσε, προκειμένου να ναντιμετωπίση την κριτικήν έβαζε όλα της τα δυνατά στο αμπαλάρισμα. Δεν ήτο αρκετό να έχη κανείς καινούργια ή πολλά έπιπλα. Τόσο το χειρότερο αν είχε παλαιά και λιγοστά. Η μεγάλη τέχνη ήτο να στιβαχτούν έτσι στο κάρρο μέσα όλα αυτά, ώστε να κρύβεται ό τι έπρεπε να κρυβή, να φαίνεται και να αναμίζεται ό τι έπρεπε να φανή.
Ένα σε κάθε περίπτωσιν ήτο βέβαιον. Οι αυτόκλητοι ελλανόδικαι της Κοινής Γνώμης της γειτονιάς δεν εγκατέλειπον τας θέσεις των πριν κατέβη από το κάρρο και το τελευταίο τσουκάλι, ή εβράδυνον να καταλάβουν τα πρόχειρα θεωρεία των πολύ πιο πριν ξεπροβάλη ο πρώτος «τσέτζερης».
Και όταν το απερχόμενο κάρρο έκαμπτε την τελευταίαν γωνίαν της οδού, ήρχιζε πλέον η ελευθέρα και αχαλίνωτος κριτική.
-Καλέ δεν τάλεγα εγώ; -Εξέφερε γνώμην το λαδικό. Καλέ είδατε εκεί κουρέλια; Και να μας κάνη την αριστοκράτισσα!
Ή ακόμη:
-Άμ’ καλά τηνέ μυρίστηκα εγώ! Ήταν και λόγου της μια… παστρικιά! Είδες εκεί, είχε και μπάνιο! Μια τίμια γυναίκα, που ξεύρει να τιμήση το στεφάνι της, τι το ήθελε ταχρείαστο;…
Ή τέλος –σπανιωτέρα περίπτωσις- εξεφράζετο και ο θαυμασμός:
-Μπράβο να σου πώ! Ήταν και φαινότανε… Από αλάτι ως πιπέρι, και από σκούπα ως φαράσι!». «Πατρίς», 1930
paliaathina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου