Στο
βάθος του χρόνου, από την όγδοη χιλιετία έχουμε τα εξαιρετικά νεολιθικά
αγγεία, η διακόσμησητων οποίων αποδίδει σχήματα που απ’ όσο μπορούμε
να καταλάβουμε είναι η εικονοποιημένη κίνηση των ανθρώπων στις
καθημερινές τους ασχολίες: το όργωμα με την κίνηση βουστροφηδόν, οι
φλόγες που τυλίγουν ένα αγγείο και το μετατρέπουν από χώμα σε ένα στερεό
δοχείο. Όλα αυτά, για τον νεολιθικό άνθρωπο, που ζει για πρώτη φορά σε
μια μόνιμη εγκατάσταση, αποτελούν ένα μικρό θαύμα. Το μικρό θαύμα του
ανθρώπου, που μπορεί να ορίσει την ζωή
του, να την πάρει στα χέρια του, να έχει αποθέματα, να έχει καλή οργάνωση των βιοτικών του αναγκών. Όταν λοιπόν έρχεται η ώρα να τα απεικονίσει όλα αυτά — να ζωγραφίσει δηλαδή διάφορα σχέδια πάνω σε ένα αγγείο για να το κάνει πιο όμορφο — έρχεται απέναντι σε αυτό το ερώτημα: Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ζωή μου; Πως οι καθημερινές μου κινήσεις μπορούν να με κάνουν πιο ασφαλή και πιο ευτυχισμένο στην κοινότητα που ζω; Απ’ ό,τι φαίνεται στα νεολιθικά χρόνια αυτή είναι η κυρίαρχη αντίληψη των γεωμετρικών μοτίβων που υπάρχουν στα αγγεία.
του, να την πάρει στα χέρια του, να έχει αποθέματα, να έχει καλή οργάνωση των βιοτικών του αναγκών. Όταν λοιπόν έρχεται η ώρα να τα απεικονίσει όλα αυτά — να ζωγραφίσει δηλαδή διάφορα σχέδια πάνω σε ένα αγγείο για να το κάνει πιο όμορφο — έρχεται απέναντι σε αυτό το ερώτημα: Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ζωή μου; Πως οι καθημερινές μου κινήσεις μπορούν να με κάνουν πιο ασφαλή και πιο ευτυχισμένο στην κοινότητα που ζω; Απ’ ό,τι φαίνεται στα νεολιθικά χρόνια αυτή είναι η κυρίαρχη αντίληψη των γεωμετρικών μοτίβων που υπάρχουν στα αγγεία.
Στα μινωικά αγγεία, υπάρχει ένα είδος ταύτισης με την φύση. Ο
άνθρωπος αισθάνεται ότι οι ρυθμοί της φύσης και οι ρυθμοί οι δικοί του
είναι ένα, και αυτό προσπαθεί να το απεικονίσει. Φυτικά μοτίβα, θαλάσσια
μοτίβα, καρποδόχες, σπείρες, στοιχεία που αναπτύσσονται στον χώρο. Όλα
αυτά συνιστούν ένα σύμπαν που απεικονίζει κατά κάποιον τρόπο την ομαλή
ταύτιση του ανθρώπινου ρυθμού με τον φυσικό ρυθμό. Μετά τα μυκηναϊκά,
όλη αυτή η απεικονιστική τάση πέφτει στην αφάνεια και γύρω στον όγδοο
αιώνα, εμφανίζεται μια καινούργια τέχνη, η γεωμετρική, η οποία δεν
απεικονίζει αλλά σημαίνει. Δηλαδή αυτά που βλέπουμε στα γεωμετρικά
αγγεία δεν είναι αφηγήσεις, αλλά σήματα. Μου υπαγορεύουν συγκεκριμένα
νοήματα. Είναι λίγο σαν τα σύγχρονα σήματα (π.χ. της Τροχαίας) που δεν
ενδιαφέρονται για την φυσική απεικόνιση, αλλά ενδιαφέρονται για την
μετάδοση ενός νοήματος με συνοπτικό, κωδικοποιημένο και άμεσο τρόπο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κρατήρα του Διπύλου από το νεκροταφείο του Κεραμικού, που ήταν τοποθετημένος ως ταφικό μνημείο στον τάφο ενός επιφανούς άνδρα. Το αγγείο αυτό λέει ορισμένα πράγματα στον επισκέπτη για τον νεκρό. Λέει δηλαδή, στην σκηνή της πρόθεσης, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, άρματα και πολεμιστές. Άρα υπάρχει κάποια επισημότητα. Η γεωμετρική τέχνη, όπως είπαμε, δεν έχει αφήγηση (narrative), δεν μιλάει για το “πώς”. Μιλάει για το “τι”. «Τι είναι αυτός;» «Κάποιος επιφανής.» «Πως το ξέρεις;» «Έχει αγήματα στην κηδεία του.» «Και τι σημαίνει αυτό;» «Ότι η κοινωνική του θέση ήταν υψηλή». Η λειτουργία του ταφικού μνημείου είναι εμβληματική. Με το που θα δει κανείς αυτό το μνημείο, περιδιαβαίνοντας σε ένα αρχαίο νεκροταφείο όπως του Κεραμικού, εισπράττει αυτά τα νοήματα, με τον ίδιο τρόπο που σήμερα αντλούμε νοήματα βλέποντας τα σήματα της Τροχαίας.
Όταν τελειώνουν τα γεωμετρικά χρόνια αρχίζει η ερώτηση να τίθεται διαφορετικά. Αρχίζει, δηλαδή, να υπάρχει η ανάγκη της περιγραφής, της αφήγησης. Από το “τι”, περνάω στο “πώς”. Για παράδειγμα, γύρω στο 700 π.Χ. αρχίζει η ανάγκη των ανθρώπων να συγκροτείται γύρω από ένα αφηγηματικό πλαίσιο. Για να καταλάβω αυτό που συμβαίνει πρέπει να διηγηθώ μια ιστορία. Επινοώ την έννοια της αφήγησης όπου ο δικός μου προσωπικός χρόνος και ο χρόνος της αφήγησης συμπορεύονται και σιγά-σιγά ξεδιπλώνεται μια αλήθεια και μου αποκαλύπτεται. Είναι όπως όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα, ή όταν βλέπω μια κινηματογραφική ταινία, όπου υπάρχει μία αφήγηση, μια πορεία στον χρόνο, και καθώς αυτή η πορεία ξεδιπλώνει τα γεγονότα, ξεδιπλώνω κι εγώ την παράλληλη ταύτισή μου με αυτά τα γεγονότα και κατανοώ κάτι παραπάνω. Αυτό δεν μπορεί να διατυπωθεί με τον προηγούμενο τρόπο (της γεωμετρικής εποχής). Το “τι” δεν είναι αρκετό. Πρέπει να ρωτήσω το “πώς”. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται ένα αφηγηματικό πλαίσιο, το οποίο έχει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνω την αλήθεια. Σε αυτό το σημείο μπαίνει η έννοια του μύθου. Ο Gombrich μιλάει πολύ ωραία για αυτή την διαφορά από τα γεωμετρικά στα αρχαϊκά, από το “τι” στο “πώς”, λέγοντας ότι στα γεωμετρικά χρόνια οι απεικονίσεις έμοιαζαν λίγο σαν τα πιόνια στο σκάκι. Δεν μας ενδιαφέρει αν ο βασιλιάς στο σκάκι είναι ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός, νέος ή γέρος. Αυτά είναι άκαιρα ερωτήματα. Στο σκάκι, σημασία έχει ο ρόλος του βασιλιά. Έτσι, στα γεωμετρικά χρόνια σημασία είχε η οπτική σήμανση που καθοδηγούσε τον άνθρωπο να καταλάβει στην σκακιέρα της ζωής και της συγκεκριμένης κοινωνίας, ποια θέση έχει ο ιπποδαμαστής, ποια θέση έχει ο ιππέας, ποια θέση έχει ο επιφανής νεκρός, ποια θέση έχει αυτή η θρηνωδός η λατρεύτρια. Το “πώς” ήταν δευτερεύον. Από την στιγμή όμως που μπαίνει το “πώς” και αρχίζω να αφηγούμαι, αρχίζει να υπάρχει και η ανάγκη και το ενδιαφέρον για μια καινούργια γλώσσα. Αυτή η γλώσσα αρχίζει με τα αρχαϊκά χρόνια και αποδίδει καρπούς στα διακόσια χρόνια που θα ακολουθήσουν. Αρχίζει λοιπόν ένα αφηγηματικό πλαίσιο που το βλέπουμε να ξεδιπλώνεται στους δύο ρυθμούς της αρχαίας Ελληνικής κεραμικής, τον μελανόμορφο και τον ερυθρόμορφο.
Τα περισσότερα θέματα είχαν να κάνουν με θεότητες, με τον θάνατο, με τον Άλλο, με τον έρωτα, με το απρόβλεπτο. Φαίνεται ότι ο Έλληνας προσπάθησε μέσα από την αγγειογραφία να διαχειριστεί την σχέση του με όλα αυτά τα πράγματα που καθορίζουν τα οντολογικά ερωτήματα τα οποία θέτει ο ίδιος. Σαν δηλαδή να απαντά σε πράγματα που καθορίζουν την ζωή του. Τι είναι ο άνθρωπος; Πώς πρέπει να συμπεριφέρεται; Τι είναι το καλό και τι είναι το κακό; Πώς το μαθαίνω; Τι είναι το ατομικό και τι το συλλογικό; Ποιο έχει προτεραιότητα; Γιατί είμαι ευτυχισμένος και γιατί δυστυχισμένος; Όλα αυτά φαίνεται ότι ο Έλληνας τα αντιμετώπιζε με μία διαχείριση που είχε να κάνει και με την εικόνα — για να μη πω αποκλειστικά με την εικόνα. Βέβαια όλα αυτά ήταν ενταγμένα σε ένα θρησκειολογικό πλαίσιο, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό διότι καθόριζε την συμπεριφορά του Αρχαίου Έλληνα. Όχι μέσα από την έννοια της υποταγής, αλλά μέσα από την έννοια της δυνατότητας. Σε αντίθεση δηλαδή με τα δικά μας θρησκειολογικά συστήματα, τα οποία φαίνεται ότι είναι έτοιμα συστήματα που απευθύνονται σε μας με συγκεκριμένες απαντήσεις που πρέπει ή να τις υιοθετήσουμε ή να τις απορρίψουμε, αυτό ήταν ένα σύστημα θρησκειολογικό μιας συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κρατήρα του Διπύλου από το νεκροταφείο του Κεραμικού, που ήταν τοποθετημένος ως ταφικό μνημείο στον τάφο ενός επιφανούς άνδρα. Το αγγείο αυτό λέει ορισμένα πράγματα στον επισκέπτη για τον νεκρό. Λέει δηλαδή, στην σκηνή της πρόθεσης, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, άρματα και πολεμιστές. Άρα υπάρχει κάποια επισημότητα. Η γεωμετρική τέχνη, όπως είπαμε, δεν έχει αφήγηση (narrative), δεν μιλάει για το “πώς”. Μιλάει για το “τι”. «Τι είναι αυτός;» «Κάποιος επιφανής.» «Πως το ξέρεις;» «Έχει αγήματα στην κηδεία του.» «Και τι σημαίνει αυτό;» «Ότι η κοινωνική του θέση ήταν υψηλή». Η λειτουργία του ταφικού μνημείου είναι εμβληματική. Με το που θα δει κανείς αυτό το μνημείο, περιδιαβαίνοντας σε ένα αρχαίο νεκροταφείο όπως του Κεραμικού, εισπράττει αυτά τα νοήματα, με τον ίδιο τρόπο που σήμερα αντλούμε νοήματα βλέποντας τα σήματα της Τροχαίας.
Όταν τελειώνουν τα γεωμετρικά χρόνια αρχίζει η ερώτηση να τίθεται διαφορετικά. Αρχίζει, δηλαδή, να υπάρχει η ανάγκη της περιγραφής, της αφήγησης. Από το “τι”, περνάω στο “πώς”. Για παράδειγμα, γύρω στο 700 π.Χ. αρχίζει η ανάγκη των ανθρώπων να συγκροτείται γύρω από ένα αφηγηματικό πλαίσιο. Για να καταλάβω αυτό που συμβαίνει πρέπει να διηγηθώ μια ιστορία. Επινοώ την έννοια της αφήγησης όπου ο δικός μου προσωπικός χρόνος και ο χρόνος της αφήγησης συμπορεύονται και σιγά-σιγά ξεδιπλώνεται μια αλήθεια και μου αποκαλύπτεται. Είναι όπως όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα, ή όταν βλέπω μια κινηματογραφική ταινία, όπου υπάρχει μία αφήγηση, μια πορεία στον χρόνο, και καθώς αυτή η πορεία ξεδιπλώνει τα γεγονότα, ξεδιπλώνω κι εγώ την παράλληλη ταύτισή μου με αυτά τα γεγονότα και κατανοώ κάτι παραπάνω. Αυτό δεν μπορεί να διατυπωθεί με τον προηγούμενο τρόπο (της γεωμετρικής εποχής). Το “τι” δεν είναι αρκετό. Πρέπει να ρωτήσω το “πώς”. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται ένα αφηγηματικό πλαίσιο, το οποίο έχει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνω την αλήθεια. Σε αυτό το σημείο μπαίνει η έννοια του μύθου. Ο Gombrich μιλάει πολύ ωραία για αυτή την διαφορά από τα γεωμετρικά στα αρχαϊκά, από το “τι” στο “πώς”, λέγοντας ότι στα γεωμετρικά χρόνια οι απεικονίσεις έμοιαζαν λίγο σαν τα πιόνια στο σκάκι. Δεν μας ενδιαφέρει αν ο βασιλιάς στο σκάκι είναι ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός, νέος ή γέρος. Αυτά είναι άκαιρα ερωτήματα. Στο σκάκι, σημασία έχει ο ρόλος του βασιλιά. Έτσι, στα γεωμετρικά χρόνια σημασία είχε η οπτική σήμανση που καθοδηγούσε τον άνθρωπο να καταλάβει στην σκακιέρα της ζωής και της συγκεκριμένης κοινωνίας, ποια θέση έχει ο ιπποδαμαστής, ποια θέση έχει ο ιππέας, ποια θέση έχει ο επιφανής νεκρός, ποια θέση έχει αυτή η θρηνωδός η λατρεύτρια. Το “πώς” ήταν δευτερεύον. Από την στιγμή όμως που μπαίνει το “πώς” και αρχίζω να αφηγούμαι, αρχίζει να υπάρχει και η ανάγκη και το ενδιαφέρον για μια καινούργια γλώσσα. Αυτή η γλώσσα αρχίζει με τα αρχαϊκά χρόνια και αποδίδει καρπούς στα διακόσια χρόνια που θα ακολουθήσουν. Αρχίζει λοιπόν ένα αφηγηματικό πλαίσιο που το βλέπουμε να ξεδιπλώνεται στους δύο ρυθμούς της αρχαίας Ελληνικής κεραμικής, τον μελανόμορφο και τον ερυθρόμορφο.
Τα περισσότερα θέματα είχαν να κάνουν με θεότητες, με τον θάνατο, με τον Άλλο, με τον έρωτα, με το απρόβλεπτο. Φαίνεται ότι ο Έλληνας προσπάθησε μέσα από την αγγειογραφία να διαχειριστεί την σχέση του με όλα αυτά τα πράγματα που καθορίζουν τα οντολογικά ερωτήματα τα οποία θέτει ο ίδιος. Σαν δηλαδή να απαντά σε πράγματα που καθορίζουν την ζωή του. Τι είναι ο άνθρωπος; Πώς πρέπει να συμπεριφέρεται; Τι είναι το καλό και τι είναι το κακό; Πώς το μαθαίνω; Τι είναι το ατομικό και τι το συλλογικό; Ποιο έχει προτεραιότητα; Γιατί είμαι ευτυχισμένος και γιατί δυστυχισμένος; Όλα αυτά φαίνεται ότι ο Έλληνας τα αντιμετώπιζε με μία διαχείριση που είχε να κάνει και με την εικόνα — για να μη πω αποκλειστικά με την εικόνα. Βέβαια όλα αυτά ήταν ενταγμένα σε ένα θρησκειολογικό πλαίσιο, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό διότι καθόριζε την συμπεριφορά του Αρχαίου Έλληνα. Όχι μέσα από την έννοια της υποταγής, αλλά μέσα από την έννοια της δυνατότητας. Σε αντίθεση δηλαδή με τα δικά μας θρησκειολογικά συστήματα, τα οποία φαίνεται ότι είναι έτοιμα συστήματα που απευθύνονται σε μας με συγκεκριμένες απαντήσεις που πρέπει ή να τις υιοθετήσουμε ή να τις απορρίψουμε, αυτό ήταν ένα σύστημα θρησκειολογικό μιας συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου