«Αι απώλειαι των Γερμανών, ομού μετά των ανδρών μας ως και των Εθνικιστών, ανέρχονται εις 80 νεκρούς και τραυματίας»
Δύο αποκαλυπτικά ντοκουμέντα για τον δωσιλογισμό των σωμάτων ασφαλείας επί Κατοχής δημοσιεύουμε σήμερα:
την αναλυτική έκθεση του διοικητή Χωροφυλακής Ακαρνανίας Γεωργίου Τζωρτζάκη για τη μάχη της Αμφιλοχίας (13/7/1944), τη σημαντικότερη μετωπική αναμέτρηση του ΕΛΑΣ με τη Βέρμαχτ, και το έγγραφο του Αρχηγείου Χωροφυλακής με το οποίο
η έκθεση αυτή διανεμήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Σώματος, ως υπόδειγμα «πατριωτικής» και «αξιοπρεπούς» στάσης απέναντι στον εσωτερικό εχθρό.
την αναλυτική έκθεση του διοικητή Χωροφυλακής Ακαρνανίας Γεωργίου Τζωρτζάκη για τη μάχη της Αμφιλοχίας (13/7/1944), τη σημαντικότερη μετωπική αναμέτρηση του ΕΛΑΣ με τη Βέρμαχτ, και το έγγραφο του Αρχηγείου Χωροφυλακής με το οποίο
η έκθεση αυτή διανεμήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Σώματος, ως υπόδειγμα «πατριωτικής» και «αξιοπρεπούς» στάσης απέναντι στον εσωτερικό εχθρό.
Τα έγγραφα εντοπίστηκαν στο αρχείο του δικηγόρου Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.
Πρώην αξιωματικός της Αστυνομίας
Πόλεων και διευθυντής επί Κατοχής της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων
του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ο Κουτσουμάρης ανέπτυξε αντιστασιακή
δραστηριότητα συλλέγοντας πληροφορίες για λογαριασμό των Συμμάχων και
διοχετεύοντας στο εξωτερικό φωτογραφίες του πολύνεκρου λιμού που έπληξε
τον χειμώνα του 1941-42 την Αθήνα.
Στον ίδιο φάκελο με τα παραπάνω (φ. 51.9) περιέχεται κι ένα τρίτο έγγραφο της Χωροφυλακής, που επίσης δημοσιεύουμε: η
εξαγγελία από το Αρχηγείο και τα Ες Ες υλικών κινήτρων για την αύξηση
της «παραγωγικότητας» των ασφαλιτών κατά της ΕΑΜικής Αντίστασης.
Η δεκάωρη μάχη της Αμφιλοχίας υπήρξε
η μεγαλύτερη που έδωσε το αντάρτικο με τον γερμανικό στρατό. Ενα
ενισχυμένο τάγμα του ΕΛΑΣ με 300-350 μαχητές επιτέθηκε τα μεσάνυχτα στην
ισχυρή γερμανική φρουρά της κωμόπολης, ενώ άλλοι 1.000-1.500 αντάρτες
έστησαν τριγύρω ενέδρες στις ενισχύσεις που στάλθηκαν από την Αρτα και
το Αγρίνιο.
Σκοπός του εγχειρήματος ήταν η
απαλλαγή της Ελεύθερης Ελλάδας του ΕΑΜ από την πίεση των εκκαθαριστικών
επιχειρήσεων που διεξάγονταν στη βόρεια Πίνδο (Θέμης Μοσχάτος, «Η μάχη
της Αμφιλοχίας», Αθήνα 1986).
Οι απώλειες της Βέρμαχτ ανήλθαν σε 212 άνδρες: 63 νεκρούς, 54 αγνοούμενους κι 95 τραυματίες (Χ.Φ. Μάγερ, «Αιματοβαμένο Εντελβάις», Αθήνα 2009, τ.Β΄, σ. 239).
Ο ΕΛΑΣ είχε συνολικά 59 νεκρούς, 5-6 αγνοούμενους κι 87 τραυματίες.
Για ευνόητους λόγους, και οι δυο
πλευρές ισχυρίστηκαν πως οι απώλειες του αντιπάλου ήταν πολύ
μεγαλύτερες, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις δικές τους.
Για το Εθνος και το Σώμα
Σε αντίθεση με το πλούσιο αρχειακό
υλικό και τις μαρτυρίες που παραθέτει στη μονογραφία του ο Μοσχάτος,
επικεφαλής τότε του 3ου επιτελικού γραφείου της 8ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ,
οι εκθέσεις που δημοσιεύουμε σήμερα μας διαφωτίζουν πολύ λιγότερο γι’
αυτή καθεαυτή τη μάχη και περισσότερο για τη στάση της Χωροφυλακής στη
διάρκειά της.
Το περιεχόμενό τους διαψεύδει
πανηγυρικά όλη τη μετέπειτα εξωραϊστική φιλολογία περί «γκρίζων ζωνών»
και «αποστάσεων» του εγχώριου κατασταλτικού μηχανισμού από τους ναζί.
Η ένοπλη συνεργασία με τη Βέρμαχτ
εξυμνείται εδώ σε όλους τους τόνους, όχι σαν αναγκαστική επιλογή αλλά ως
η δέουσα απάντηση στον κοινό εχθρό, «χάριν των συμφερόντων του Εθνους και της αξιοπρεπείας του Σώματος».
Δεν λείπει ακόμη και η εξύμνηση του «παραδειγματικού ηρωισμού» των Γερμανών φαντάρων που «έπεσαν προ του βωμού του καθήκοντος» πολεμώντας τους αντάρτες.
Ο διοικητής της Χωροφυλακής απαριθμεί, τέλος, τα μέτρα που πήρε μετά τη μάχη,«τη βοηθεία των Γερμανικών αρχών»,
για να εκδικηθεί «τους αναρχικούς» και ν’ αναπτερώσει το ηθικό των
δικών του: ανατινάξεις σπιτιών, καταστροφές καϊκιών, κάψιμο «διαφόρων
σκευών και επίπλων», μπλόκο και συλλήψεις κατοίκων –έξι από τους οποίους
παραδόθηκαν στη Βέρμαχτ «διά τα περαιτέρω», ενώ οι υπόλοιποι κρατήθηκαν
ως όμηροι.
Για τη δικαιολόγηση αυτής της στάσης
επιστρατεύονται σενάρια περί «γενικής σφαγής» που (υποτίθεται ότι)
περίμενε τους ντόπιους εθνικόφρονες, αλλά και εξόφθαλμες υπερβολές για
τη βαναυσότητα των ανταρτών.
Στη συνοδευτική έκθεση του Αρχηγείου
ευδιάκριτη είναι πάντως η ανησυχία για την πτώση του ηθικού και της
μαχητικότητας των οργάνων, ενόψει ιδίως της επικείμενης απελευθέρωσης.
Η σύμπραξη της Χωροφυλακής με τον
κατακτητή υπήρξε φαινόμενο γενικότερο, η έκταση του οποίου οδήγησε σε
δημόσια καταγγελία του Σώματος από τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην ομιλία
που αυτός εκφώνησε στο Σύνταγμα κατά την εγκατάσταση της κυβέρνησης
εθνικής ενότητας στην Αθήνα (18/10/1944).
Μετά τα Δεκεμβριανά, οι επικρίσεις αυτές μετατράπηκαν βέβαια σε ύμνους.
Ο κατοχικός αρχηγός του Σώματος (και
συντάκτης του δεύτερου εγγράφου που δημοσιεύουμε), υποστράτηγος
Γεώργιος Ντάκος, αθωώθηκε μάλιστα πανηγυρικά το 1945 με διαδοχικά
βουλεύματα, σαν «άσπιλος αξιωματικός» που διώχθηκε λόγω«κομματικών επιδιώξεων της γνωστής αχρείας παρατάξεως» (Δημήτρης Κουσουρής, «Δίκες των δοσιλόγων», Αθήνα 2014, σ. 377-9).
Δωσίλογοι «εθνικισταί»
Γ.ΡΑΠΤΗΣ, ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ (Ναύπακτος 2003)
Η δεύτερη σημαντική πληροφορία που
μας παρέχει η έκθεση Τζωρτζάκη αφορά την εμπλοκή των ηγετικών στελεχών
του τοπικού ΕΔΕΣ στην ένοπλη σύγκρουση.
Οι «εθνικισταί», όπως χαρακτηρίζονται από τον διοικητή της Χωροφυλακής, πολέμησαν με το όπλο στο χέρι κατά των ανταρτών, «δώσαντες καιρόν εις τα ολίγιστα τμήματα των Γερμανών και Χωροφυλάκων να οργανωθούν εις άμυνα».
Κάποιοι απ’ αυτούς υπέκυψαν, ενώ άλλοι διέφυγαν την τελευταία στιγμή από τα φλεγόμενα σπίτια τους.
Δέκα μέρες μετά τη μάχη (22/7/1944),
ο Ναπολέων Ζέρβας κατήγγειλε στην εξόριστη κυβέρνηση και το συμμαχικό
στρατηγείο ότι στην Αμφιλοχία διαπράχθηκε από τον ΕΛΑΣ «έγκλημα πρωτάκουστον διά την ιστορίαν της χώρας μας»: αμέσως μετά την είσοδο των ανταρτών στην πόλη, ισχυρίστηκε, «ήρξατο
εμπρησμός οικιών και σφαγή των οικογενειών των Ελλήνων πατριωτών από
τον απελευθερωτικόν στρατόν του ΕΑΜ. Ο αριθμός των σφαγέντων και καέντων
δεν εξηκριβώθη απολύτως, πάντως υπερβαίνει τους εκατόν» (Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης», Αθήνα 1998, τ. 1ος, σ. 206).
Πηγή του Ζέρβα ήταν κάποιος μη κατονομαζόμενος «σύνδεσμός» του «εξ Αγρινίου, διελθών εξ Αμφιλοχίας» («Ημερολόγιο στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα», Αθήνα 2013, σ. 560).
Από την έκθεση της Χωροφυλακής
διαπιστώνουμε πάντως πως οι σκοτωμένοι πολίτες δεν ξεπέρασαν τους δέκα,
οι μισοί από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους είτε μαχόμενοι στο πλευρό
των Γερμανών είτε κατά την πολιορκία των σπιτιών τους, που «εθνικιστές»
συγγενείς τους είχαν μετατρέψει σε συμπλήρωμα των γερμανικών φυλακίων.
Δεδομένου ότι η έκθεση της
Χωροφυλακής δεν αναφέρει την παραμικρή παράπλευρη απώλεια μιας δεκάωρης
μάχης που διεξήχθη σε κατοικημένο τόπο, λογικό είναι επίσης να
υποθέσουμε ότι κάποια θύματα αδέσποτων πυρών μεταβαπτίστηκαν κατόπιν
εορτής σε «σφαγιασθέντες».
Η σύμπραξη αυτή δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει.
Μετά την ένοπλη σύγκρουσή του με το
ΕΑΜ, ο Ζέρβας είχε συνάψει τον Δεκέμβριο του 1943 μυστικά εκεχειρία με
τους Γερμανούς, για ν’ ακολουθήσει τον Φλεβάρη του 1944 συντονισμένη
εξόρμηση του ΕΔΕΣ και της Βέρμαχτ κατά του ΕΛΑΣ, με την κωδική ονομασία
«Επιχείρηση Ξεφτέρι» (Μάγερ, όπ.π., σ. 115-41).
Η οργάνωση δε του ΕΔΕΣ στην Αθήνα μετατράπηκε σε «επίσημον όργανον του Υπουργείου Εσωτερικών, τροφοδοτούσα τα Τάγματα Ασφαλείας με άνδρας και αξιωματικούς»· τα συνθήματά της γράφονταν πλέον στους τοίχους όχι μόνο «ελευθέρως», αλλά και «πολλάκις από τους ιδίους ελαιοχρωματιστάς» μ’ εκείνα της ναζιστικής ΕΕΕ («Αρχείον Εμμανουήλ Τσουδερού», Αθήνα 1990, τ. Γ΄, σ. 945).
Στελέχη του ΕΔΕΣ υπήρξαν επίσης οι
αξιωματικοί Τολιόπουλος και Αρσένης, επικεφαλής του Τάγματος Ασφαλείας
Αγρινίου που συγκροτήθηκε τον Φλεβάρη του 1944 και τον επόμενο μήνα
συνέλαβε πλήθος «αναρχικούς», 120 από τους οποίους εκτελέστηκαν στις 14
Απριλίου από τους Γερμανούς σε αντίποινα για την καταστροφή στρατιωτικού
τρένου από τον ΕΛΑΣ.
Κάποιες πληροφορίες της έκθεσης Τζωρτζάκη σχετικοποιούνται πάντως από άλλες πηγές.
Οι οκτώ πολίτες που «απήγαγε» ο ΕΛΑΣ
αφέθηκαν λ.χ. σύντομα ελεύθεροι –ως αποτέλεσμα, ισχυρίζεται ο τοπικός
αρχηγός του ΕΔΕΣ, της εκ μέρους του σύλληψης και φυλάκισης «μεγάλου αριθμού επιφανών εν Ηπείρω στελεχών του ΕΑΜ»(Στυλιανός Χούτας, «Η Εθνική Αντίστασις των Ελλήνων», Αθήναι 1961, σ. 559).
Η κακομεταχείριση ορισμένων πτωμάτων
περιγράφεται επίσης πολύ διαφορετικά απ’ αυτόν τον τελευταίο (σ. 558)
κι αλλιώς στην επίσημη ιστορία του Σώματος που εξέδωσε η χούντα
(Απόστολος Δασκαλάκης, «Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι
1973, τ. Α΄, σ. 192).
Μεταξύ των κατεστραμμένων σπιτιών συγκαταλέγονταν, τέλος, όχι μόνο οι «εστίες αντιστάσεως» των «εθνικιστών», αλλά και η αποθήκη πυρομαχικών της γερμανικής φρουράς.
Οπως διαβάζουμε στις αναμνήσεις του
δημοσιογράφου Γιάννη Βούλτεψη, τότε ΕΛΑΣίτη και μετέπειτα στελέχους της
Ν.Δ., όταν ο ιδιοκτήτης του επιταγμένου αρχοντικού Ευγένιος Στράτος
έμαθε την ανατίναξή του, είπε απλώς «χαλάλι»:βασιλόφρων προπολεμικά, ήταν πια αρχηγός του εφεδρικού ΕΛΑΣ στον Βάλτο...
istorika-ntokoumenta
istorika-ntokoumenta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου