Η πορεία των 112 χρόνων μιας από τις μεγαλύτερες καπνοβιομηχανίες της χώρας: των Αδελφών Καρέλια
Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο
αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην
ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς
επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά
«τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που
είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες
γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν.
«τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που
είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες
γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν.
Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί
ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της
Κυριακής».
Η εισαγωγή των πρώτων σιγαροποιητικών μηχανών στην ελληνική
καπνοβιομηχανία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην
εξέλιξή της. Σηματοδοτεί το πέρασμα από την πρώιμη περίοδο της εμφάνισής
της στην ενηλικίωση της, μετάβαση που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις,
κυρίως από τους καπνεργάτες, που αντιμετώπιζαν το φάσμα της ανεργίας.
Ετσι κι αλλιώς όμως η θαυμαστή ιστορία του καπνού αποτελεί μια από τις
βασικότερες κοινωνικοοικονομικές συνιστώσες του ελλαδικού χώρου, κυρίως
στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Η μικρή και εν πολλοίς άγνωστη ιστορία της τοποθέτησης των πρώτων σιγαροποιητικών μηχανών είναι αρκούντως χαρακτηριστική. «Σιγαροποιητικάς μηχανάς τελείων συστημάτων εκόμισεν το πρώτον εν Αθήναις ο καπνοβιομήχανος Κ. Βάρκας, εν Πειραιεί ο καπνοβιομήχανος Σπάθης και εν Πύργω ο καπνοβιομήχανος Β. Καραβασίλης τω 1909. Εκάστη σιγαροποιητική μηχανή λειτουργούσα επί 7 ώρας παράγει διακοσίας έως διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας σιγαρέτων, αναλόγως του συστήματος αυτής. Δεδομένου ότι έκαστος σιγαροποιός μετά του βοηθού αυτού ψαλιδιστού και του κολλητού κατασκεύαζε 2.000-3.000 σιγαρέτα ημερησίως, έπεται ότι εκάστη σιγαροποιητική μηχανή ανεπλήρωνεν εκατό περίπου εργάτας.
Οι σιγαροποιοί Αθηνών, άμα ως επληροφορήθησαν ότι εις το Τελωνείον Πειραιώς εκομίσθη σιγαροποιητική μηχανή τελείου συστήματος, προβλέποντες ανεργίαν, απεφάσισαν όπως παντί τρόπω εμποδίσωσι την εγκατάστασιν ταύτης εις το Καπνεργοστάσιον. Προς
τούτο κατήλθον εν σώματι εις Πειραιά και εδημιούργησαν ταραχάς συνεπεία
των οποίων ήτο η προσωρινή αναστολή της μεταφοράς εις Αθήνας της
μηχανής ταύτης. Ο Βάρκας τότε εζήτησε την προστασίαν της Αγγλικής πρεσβείας, δεδομένου ότι την μηχανήν ταύτην είχεν αγοράσει παρ' Αγγλικού εργοστασίου, υπό τον όρον της εγκαταστάσεώς της εις το Καπνεργοστάσιον Αθηνών.
Ο Γραμματεύς της Αγγλικής Πρεσβείας συνέστησε εις τον Βάρκαν όπως
αναρτήση την αγγλικήν σημαίαν επί της αμάξης ήτις θα μετέφερε την
μηχανήν. Η Ελληνική Κυβέρνησις προς πρόληψιν επεισοδίου και προς
προστασίαν της αγγλικής σημαίας διέταξε τον τότε ανθυπομοίραρχον και νυν
Αντιστράτηγον κ. Δημητρίου όπως μετά δυνάμεως εφίππου
Χωροφυλακής συνοδεύση την άμαξαν την φέρουσαν την σιγαροποιητικήν
μηχανήν μέχρι του Καπνεργοστασίου, διετάχθη δε και ειδική φρουρά
όπως φρουρή το διαμέρισμα εις ο εγκαταστάθη αύτη προς πρόληψιν
καταστροφής ταύτης υπό των εργατών».
Η παλαιότερη σήμερα εν ζωή ελληνική καπνοβιομηχανία βρίσκεται στην Καλαμάτα, είναι η γνωστή και μεγάλη Καρέλια ΑΕ.
Η ιστορία της, ή μάλλον η προϊστορία της, αρχίζει από τα τέλη του 19ου
αιώνα και η εξέλιξή της δεν διαφέρει από την εξέλιξη των άλλων
βιομηχανικών επιχειρήσεων του κλάδου. Η οικογένεια Καρέλια ξεκίνησε ως
έχουσα καπνεμπορική δραστηριότητα, ακολούθως βιοτεχνική, για να
μετεξελιχθεί λίγες δεκαετίες αργότερα σε καπνοβιομηχανία. Αφού λοιπόν
διάβηκε όλη την ιστορική διαδρομή της ελληνικής οικονομίας του 20ού
αιώνα, όλες τις καμπές και τις ανατάσεις της, κατόρθωσε όχι μόνο να
επιβιώσει αλλά και να αναδειχθεί σε μια από τις ελάχιστες ακμάζουσες
ελληνικές καπνοβιομηχανίες.
* Η πρώτη μηχανή
Το 1888 ο Γιώργος και ο Ευστάθιος Καρέλιας ιδρύουν στην Καλαμάτα μια μικρή καπνεμπορική επιχείρηση, προμηθεύοντας την πόλη και τα γύρω χωριά. «Ολα ξεκίνησαν από μια μικρή βιοτεχνία καπνού, ένα κοφτήριο, που πωλούσε κομμένο καπνό σε σακκούλες στην τοπική αγορά, όταν το βιομηχανοποιημένο τσιγάρο ήταν ένα είδος ακόμη άγνωστο στην Ελλάδα. Η
μικρή οικογενειακή βιοτεχνία επεκτάθηκε σταδιακά και στο "παραγωγικό
της δυναμικό" προστέθηκαν ορισμένες εργάτριες που έφτιαχναν χειροποίητα
τσιγάρα. Παράλληλα η δεύτερη γενιά της οικογένειας Καρέλια, τα τέσσερα παιδιά του Γιώργου Καρέλια, ενίσχυσαν την οικογενειακή επιχείρηση» (CD-ROM «Ελληνική Βιομηχανία και Οικονομία»).
«Ο καπνός καθώς η Μεσσηνία δεν είναι καπνοπαραγωγική περιοχή έρχεται με καΐκια από το Αγρίνιο και τη Λαμία. Ο Γ. Καρέλιας απέκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερις γιους και τέσσερα κορίτσια. Αργότερα οι γιοι του Ανδρέας, Κωνσταντίνος, Ιωάννης και Ευστάθιος ασχολούνται με την επιχείρηση. Το 1916 ο γιος του Ανδρέας Καρέλιας αγοράζει την πρώτη σιγαροποιητική μηχανή»
(«Ιστορία του Ελληνικού Τσιγάρου», Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό
Αρχείο, 1997). Το πρώτο της τσιγάρο μάλιστα έχει έντονα «τοπικά
χαρακτηριστικά»: φέρει την επωνυμία «Πετρόμπεης Σιγαρέτα Αφοί Καρέλια».
* Ραγδαία εξέλιξη
Ως το 1930 η εταιρεία έχει κατορθώσει να γίνει γνωστή στην περιοχή της
Πελοποννήσου αλλά όχι και στην υπόλοιπη ελληνική αγορά. Την περίοδο του
Μεσοπολέμου ο κλάδος της καπνοβιομηχανίας γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη.
Ο κ. Ξ. Ζολώτας γράφει: «Εν εκ των κυριωτέρων εξαγωγικών προϊόντων της ελληνικής γεωργίας είναι ο καπνός, του οποίου η ετησία παραγωγή ανέρχεται, κατά μέσον όρον, εις 30-40 χιλιάδες τόνους. Εκ τούτων η εγχώριος βιομηχανία σιγαρέτων και καπνού χρησιμοποιεί περί τας 5-6 χιλιάδες τόνους»
(«Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως», Αθήναι, 1926). Στην ίδια
μελέτη αναφέρεται ότι στην ελληνική αγορά λειτουργούν περίπου 167
σιγαροποιητικές μηχανές. Την ίδια περίοδο στον κλάδο της
καπνοβιομηχανίας λειτουργούν 13 ανώνυμες εταιρείες (Α. Αγγελόπουλος, «Αι
ανώνυμαι εταιρείαι εν Ελλάδι», Αθήνα, 1928).
Το 1929 η εταιρεία Καρέλιας κατορθώνει να αναδειχθεί στην 29η θέση των
ελληνικών βιομηχανιών. Το 1932 βρέθηκε στην ένατη θέση μεταξύ των 164
καπνοβιομηχανιών επεξεργαζόμενη 131.105 κιλά καπνού και τον επόμενο
χρόνο, το 1933, διατηρήθηκε στην ίδια θέση, μεταξύ όμως των 140
καπνοβιομηχανιών, ενώ φαίνεται ότι κέρδισε μερίδιο στην αγορά, αφού
επεξεργάστηκε 136.788 κιλά καπνού (Ι. Σερραίος, «Περί της Εισαγωγής
Μονοπωλίου Καπνού εν Ελλάδι», Αθήνα, 1934).
Τα επόμενα χρόνια είναι ανοδικά για την εταιρεία. Το 1934 λανσάρει τα «Εξτρα Καρέλια» από καπνά Αγρινίου. «Αι Καλάμαι κατέχουν πράγματι μίαν πολύ καλή θέσιν εις την Ελληνικήν βιομηχανίαν»
(«Μεσσηνιακό Ημερολόγιο», 1938). Και σίγουρα η προαναφερόμενη εκτίμηση
αφορά άμεσα τη συγκεκριμένη καπνοβιομηχανία, που πλέον έχει αναδειχθεί
σε ισχυρή βιομηχανική επιχείρηση, και την οικογένεια Καρέλια, που
αποτελεί πλέον σημαντικό οικονομικό παράγοντα της περιοχής.
Η δεκαετία όμως που τη φέρνει δυναμικά στο προσκήνιο της ελληνικής
αγοράς του τσιγάρου είναι η δεκαετία του 1950. Λίγο πριν, το 1947,
προωθεί τα τσιγάρα «Αφοί Καρέλια», λαϊκά τσιγάρα σε πακέτο των 100, τα
«Σέρτικα Λαμίας» με το περίφημο κόκκινο πακέτο που «καπνίσθηκε κατά κόρον από τις λαϊκές μάζες και τους πελοποννήσιους αγρότες. Θεωρήθηκε το καλύτερο σέρτικο τσιγάρο της εποχής του» και τα «Αφοί Καρέλια Αγρινίου».
* Η πρεμιέρα της κασετίνας
Από το 1950 και εντεύθεν τα τσιγάρα της καπνοβιομηχανίας Καρέλια
προωθούνται πανελλαδικά και αποκτούν φανατικούς φίλους. Ωσπου το 1957
κυκλοφορεί το κλασικό πλέον «Καρέλια Φίλτρο» στην περίφημη κασετίνα που
γνωρίζει εντυπωσιακή επιτυχία. Επίσης την ίδια περίοδο κυκλοφόρησαν τα
σήματα «Εκλεκτά», «Εξτρα Καρέλια», «Λουξ», «Ρεκόρ», «Rex», «Λήθη»,
«Ζαπάντι», «Ζαπάντι 12» και «Ζαπάντι 13».
Το 1962 μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία και το 1971 μεταφέρει τις
εγκαταστάσεις της από το κέντρο της Καλαμάτας δύο χιλιόμετρα έξω από την
πόλη. Το 1973 η διοίκηση της εταιρείας κάνει το μεγάλο βήμα: εισάγει
τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το ίδιο διάστημα τα ηνία
της εταιρείας αναλαμβάνει ο κ. Γ. Καρέλιας, ως διευθύνων
σύμβουλος, εκπροσωπώντας την τρίτη γενιά της οικογένειας. Τότε
δημιουργείται το σήμα «Karelia Lights» που έρχεται πρώτο σε πωλήσεις
στην κατηγορία του. Σήμερα η καπνοβιομηχανία Καρέλια ΑΕ είναι η δεύτερη
σε μέγεθος ελληνική καπνοβιομηχανία, με δυνατότητα παραγωγής 45
εκατομμυρίων τσιγάρων ημερησίως, και διαθέτει αντίστοιχα 45.000 σημεία
πώλησης σε όλη την Ελλάδα. Η εξαγωγική δραστηριότητά της εκτείνεται σε
περισσότερες από 30 χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και της
Αφρικής. Τα ελληνικά σήματα της εταιρείας κατέχουν περί το 11% μερίδιο
στο σύνολο της αγοράς, ενώ παράλληλα συνεργαζόμενη με την αμερικανική R.
J Reynolds παράγει και διανέμει τα τσιγάρα «Camel», που κατέχουν
συνολικά μερίδιο μεγαλύτερο του 7% της ελληνικής αγοράς.
Το «ταξίδι» πάντως στην ιστορία του ελληνικού καπνού δεν διαθέτει μόνο
τα στοιχεία του μύθου και ας είναι πραγματικότητα. Περιλαμβάνει και
αυτό είναι ίσως το πιο σπουδαίο ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής
οικονομικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Η γοητεία της οικονομικής
δημιουργίας αλλά και των κοινωνικών συγκρούσεων, κυρίως την περίοδο του
Μεσοπολέμου την πιο γόνιμη του «σύντομου 20ού αιώνα» κατά τον
Χόμπσμπαουμ , δεν διαλύεται όπως ο καπνός του τσιγάρου. Σε κάθε
περίπτωση όμως το άρωμα της ιστορίας των 112 χρόνων της έχει τυλίξει
πλέον την καπνοβιομηχανία Καρέλια ΑΕ...
16/4/2000 ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου