Πέρασ’ ένα κοπάδι μύγες, δίχως τον παραμικρό θόρυβο, σκόρπισε, μετά ξαναμαζώχτηκε και πήγε κ’ έπεσε πιο κάτω, πάνω σε κάτι βρωμισιές και κει απομαγαρίστηκαν.
Στη σκιά, την ελάχιστη σκιά, μιανού αντικρυνού σπιτιού, κοιμόταν ένα σκυλί.
Πιο κάτω ασπρίζανε στον ήλιο συντρίμματα, πέτρες μιας οικοδομής, που μήνες είχε αρχίσει να τελειώσει κι ακόμα δεν ήταν ούτε στη μέση. Και μένανε με μιαν ασάλευτη αδιαφορία πόσον καιρό τώρα που μοιάζαν νάχαν ριζώσει με τη γης.
Τ’ άλλα σπίτια χαμηλά και κατάκλειστα ήταν σα νάχαν καθίσει κουρασμένα από τον κάματο, τη ζέστη και τη συλλοή.
Μακριά, στις δίπλες των βουνών απλώνονταν καταπράσινες συκιές που κατεβαίναν ως το λιβάδι απαλές, μαγευτικές σαν να γλιστρούσαν σε κοιλιά κοπέλλας.
Η ακινησία κ’ η σιωπή δεν έλεγαν να τελέψουν. Το μεσημέρι βασίλευε παντού. Μα κει ο ήλιος αντικρύ στο Σιδαρό βάλθηκε να γυαλίζει και ν’ αστράφτει πάνω σ’ ένα ξανθό ολόγυμνο σώμα. Ένα κατάξανθο γυμνό κοριτσάκι είχε στρίψει το μισοχτισμένο σπίτι κ’ έτρεχε, έτρεχε τον κατήφορο, κουνώντας τα χέρια και γελώντας. Σε λίγο φάνηκε κυνηγώντας το μια γυναίκα ανασκουμπωμένη, ντυμένη μαύρα. Ήταν όμως λαχανιασμένη και ‘στάθει, φωνάζοντας:
― Έλα…
Το κορίτσι ξακολούθησε να τρέχει κατ’ απ’ τον ήλιο. Η γυναίκα είχε σταθεί μπρος στη μισοτελειωμένη οικοδομή, έσκυψε, ξερίζωσε μια πέτρα και σήκωσε το χέρι να την πετάξει.
Το γυμνό κορίτσι δεν έτρεχε πια. Είχε φέρει το χέρι αντήλιο στα μάτια της κ’ έβλεπε τη γυναίκα που απειλούσε. Τότε η μητέρα άφησε να πέσει το χέρι της κ’ εφώναξε άλλη μια φορά:
― Έλα…
Εκείνο άκουσε κ’ άρχισε πιλαλώντας να πλησιάζει. Έτρεξε κ’ η μάνα άνοιξε τα φουστάνια της και το τύλιξε. «Ντροπή… κοντζάμου κοπέλλα γυμνή…» ― «Γιατί λοιπόν θες να με λούζεις εσύ; Μόνη μου…» Και χάθηκαν.
Και πάλι βασίλεψεν η σιγή κι όσο στάθηκαν σε μια τρομαχτικήν ακινησία. Μόνο εκεί ψηλά ένας μεγάλος ήλιος καλοκαιριάτικος ξακολουθούσε να στριφογυρνά σα σβούρα, ν’ αστράφτει και να καίει. Όσο για κάποιο γεράκι πούκοβε βόλτες κάποτε σταμάτησε κι αυτό, έμεινε κει ψηλά σαν άψυχο κ’ έμοιαζε μια λεπτή μαύρη κοντυλιά πάνω στον καθαρό ουρανό.
Τον κατακάθαρο ουρανό δοκίμασε πριν λίγο να διασχίσει ένα μικρό, ασήμαντο συννεφάκι. Πρόβαλε κει κάτω στη δύση κινημένο από ένα ζεστό ασώματο αεράκι, περιμένοντας τη μεγάλη παρέα για να ξεκινήσει, μα δεν βρήκε κανένα. Μέτρησε την απόσταση, είδε πως ήταν αδύνατο να την περάσει μόνο του, ντράπηκε και γύρισε από κει που φάνηκε.
Ο Σιδαρός που παρακολούθησε όλ’ αυτά, σαν κάτι θέλησε να θυμηθεί. Κι αυτό ήταν το πώς πρωτογνώρισε την αγάπη του.
μονταζ teo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου