Οι
βασανιστές δεν ήταν επαγγελματίες στρατιωτικοί αλλά απλοί στρατιώτες
θητείας Ο εκβαρβαρισμός από αυτό το στρατόπεδο Θα εξαπλωνόταν σε όλη την
κοινωνία
«Ο
Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι Οι ναύτες παίρνανε στο
καΐκι τους σκοτωμένους φαντάρους, τους χώνανε σε συρμάτινα δίχτυα με
βαρίδια και τους φουντάρανε στον βυθό. Τους μέτραγα έναν έναν και ήταν
350»
«...με τ’ όνομα του νεκρού συντρόφου σαν ένα πιρούνι καρφωμένο στη γλώσσα σου πώς να τραγουδήσεις;»
Αν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο του αγαπημένου ποιητή του facebook, αυτός είναι ο Τάσος Λειβαδίτης.
Οι στίχοι του, ερωτικοί ή προσλαμβανόμενοι ως τέτοιοι, αναρτώνται
συνεχώς, συνοδεύοντας φωτογραφίες και τραγούδια και παραπέμπουν σε
τρυφερά συναισθήματα, όμορφες στιγμές, εξιδανικευμένους έρωτες και
απέλπιδα συναισθηματικά εγχειρήματα. Οσοι και όσες συστήνονται με τον
Λειβαδίτη με αυτό τον τρόπο δεν θα αναγνώριζαν ως δείγμα του λόγου του
ποιητή, ως δικούς του στίχους, τα παραπάνω σκληρά λόγια. Που
αναπαριστούν μια αλήθεια παραπάνω από επώδυνη. Μια αλήθεια φριχτή, αβάσταχτη. Την εικόνα της άδικης απώλειας. Των βασανιστηρίων, των εκτελέσεων. Της Μακρονήσου.
Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν ήταν ο μόνος σπουδαίος διανοούμενος που βρέθηκε στα ξερονήσια. Οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις της Δεξιάς και αργότερα οι δεξιογέννητοι χουντικοί, όπως όλοι οι αυταρχικοί εξουσιαστές σε όλο τον κόσμο,
μισούσαν τα πολικά στοιχεία που η προοδευτική τέχνη μπορεί να
αναδεικνύει και να διαιωνίζει· την ελευθερία, τον αγώνα, την
αμφισβήτηση. Την πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο για τους πολλούς. Πάνω από όλα το ανυπότακτο πνεύμα.
Κι όσοι έχουν επισκεφτεί στα χρόνια μας τη Μακρόνησο, γνωρίζοντας πια
τι έχει συμβεί εκεί, την ώρα που το καράβι φτάνει στο λιμάνι, η
μπουκαπόρτα πέφτει και προβάλλει μπροστά το ξερό άγριο νησί, είναι
σχεδόν αδύνατο να μη σκεφτούν τον εαυτό τους, για μια στιγμή έστω, στη
θέση των ανθρώπων που έβλεπαν παλιότερα τα βράχια γνωρίζοντας ότι
φτάνουν στην κόλαση. Και να μη νιώθουν ίσως μια ντροπή στη σκέψη πως οι ίδιοι δεν θα άντεχαν.
Οι κομμουνιστές δεν
ήταν οι πρώτοι «απόβλητοι» που δέχτηκε στα ξερά του χώματα αυτό το
μικρό νησί απέναντι από το Λαύριο. Οπως και σε άλλες περιοχές της
Ελλάδας, εκεί στήθηκε ένα λοιμοκαθαρτήριο. Μια εγκατάσταση στην
οποία μεταφέρθηκαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Επισήμως, για να
εξεταστούν και να αντιμετωπιστούν ενδεχόμενες ασθένειες. Στην
πραγματικότητα, για να μην αναμειχθούν με τον γηγενή πληθυσμό μέχρι το
κράτος να αποφασίσει τι θα κάνει με αυτό τον νέο ανεπιθύμητο παράγοντα.
Ετσι, την περίοδο 1922-23 δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, πρώτα από τον Πόντο και έπειτα από τη Μικρά Ασία, στοιβάχτηκαν στη Μακρόνησο, σε πολύ κακές υγειονομικές συνθήκες. Με
αποτέλεσμα χιλιάδες από τους ανθρώπους που είχαν γλιτώσει από τον
τουρκικό εθνικισμό και τον εγκληματικό τυχοδιωκτισμό της βασιλικής
κυβέρνησης της Ελλάδας να μη γλιτώσουν από τις συνθήκες της Μακρονήσου. Αντίστοιχη λειτουργία είχαν και τα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη, όπου κλείστηκαν και ταλαιπωρήθηκαν πάνω από 300.000 πρόσφυγες από τον Πόντο, με άθλιους όρους διατροφής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, πολλοί μέχρι θανάτου. Στη Μακρόνησο πριν από τους πρόσφυγες είχαν κλειστεί στη διάρκεια του A' Βαλκανικού Πολέμου και 10.000 Τούρκοι αιχμάλωτοι, προερχόμενοι κυρίως από τα Ιωάννινα, που μετά στο τέλος του μεταφέρθηκαν στην Τουρκία.
«Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων διά να υποστούν αποτοξίνωσιν»
Τον
Απρίλιο του 1947 το αφιλόξενο βραχώδες τοπίο του νησιού θα άρχιζε να
υποδέχεται νέες στρατιές κρατουμένων. Αυτήν τη φορά είχε έρθει η ώρα των
κομμουνιστών. Βρισκόμαστε στο άναμμα του Εμφυλίου. Πρωθυπουργός είναι ο
74 ετών Δημήτριος Μάξιμος, αντιβενιζελικός και στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος, μάρτυρας υπεράσπισης των δωσιλογικών κυβερνήσεων της Κατοχής, για τις οποίες υποστήριζε πως δέχτηκαν να διοικήσουν την κατεχόμενη από τους ναζί Ελλάδα για λόγους πατριωτισμού, ώστε να μην περιπέσει η χώρα σε διάλυση.
Τον Φεβρουάριο μια εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ) προς το υπουργείο Στρατιωτικών ανοίγει τον δρόμο για να χρησιμοποιηθεί η Μακρόνησος ως τόπος συγκέντρωσης κομμουνιστών στρατιωτών ή υπόπτων για συνοδοιπορία αγωνιστών του ΕΑΜ, ώστε να μείνει το στράτευμα μακριά από την επιρροή τους. Σε ένα αρχικό εισηγητικό σημείωμα αναφερόταν χαρακτηριστικά:
«Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα
στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν. Ολες οι στρατιωτικές μονάδες
δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού». Με αυτήν τη γλώσσα υγειονομικού χαρακτήρα ξεκινούσε το μαρτύριο των αγωνιστών της δημοκρατίας.
Ηδη
από το καλοκαίρι του 1946 ο στρατός με πληροφορίες που έπαιρνε από την
αστυνομία είχε εντοπίσει όσους οπλίτες είχαν αριστερά φρονήματα ή είχαν
συμμετάσχει στην Αντίσταση με το ΕΑΜ και τους συγκέντρωνε σε ξεχωριστά τάγματα. Το Α Τάγμα αυτών των «προς αποτοξίνωσιν» στρατιωτών οργανώθηκε αρχικά στην Παιανία και αργότερα μεταφέρθηκε στον Αγιο Νικόλαο Κρήτης και στη Γυάρο. Το Β Τάγμα συγκεντρώθηκε αρχικά στη Λάρισα κι έπειτα μεταφέρθηκε στο Ρέθυμνο, το Λιόπεσι και τέλος στο Πόρτο Ράφτη. Το Γ' Τάγμα συγκεντρώθηκε αρχικά στη Μικρά της Θεσσαλονίκης και μετά μεταφέρθηκε στα Διαβατά. Σε λίγο όλοι συγκεντρώθηκαν στη Μακρόνησο,
η οποία πια άρχιζε να λειτουργεί ως επίσημο στρατόπεδο του ελληνικού
στρατού. Οι πρώτοι που έφτασαν εκεί ήταν οι στρατιώτες του Β Τάγματος,
στις 28 Μαΐου 1947. Σε δύο μήνες τους συνάντησαν εκεί και τα άλλα δύο
τάγματα.
Νομική «διευθέτηση» εκ των υστέρων.
Οκτώβριος 1949
Η
Μακρόνησος δεν ήταν ενιαίο στρατόπεδο. Ηταν ένα σύμπλεγμα στρατοπέδων
και χώρων εγκλεισμού Σε πρώτη φάση περιλάμβανε τα τρία στρατόπεδα των
Ταγμάτων Σκαπανέων, τα οποία την άνοιξη του 1949 μετονομάστηκαν σε
Ειδικά Τάγματα Οπλιτών. A ΕΤΟ. Β ΕΤΟ και Γ ’ ΕΤΟ.2 Επίσης, τις
Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) από τον Αύγουστο του 1947, με
υπόδικους και κατάδικους στρατιώτες, και το Γ' Κέντρο Παρουσιάσεως
Αξιωματικών, από τον Σεπτέμβριο του 1947, όπου συγκεντρώθηκαν αριστεροί ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί.
Οταν άρχισαν να στέλνονται στο νησί όχι μόνο αριστεροί στρατιώτες και
αξιωματικοί αλλά και πολίτες πολιτικοί εξόριστοι ιδρύθηκε γι' αυτούς,
τον Νοέμβριο του1948, το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης στο βόρειο
τμήμα του νησιού. Τέλος, τον Ιανουάριο του1950 δημιουργήθηκε το Ειδικό
Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ) που λειτουργούσε στον χώρο του
A' ETQ
Για το επίσημο κράτος η Μακρόνησος απέκτησε ειδικό νομικό χαρακτήρα μόλις τον Οκτώβριο του1949, με το ψήφισμα ΟΓ «Περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως» και την ίδρυση του Οργανισμού Αναμορφωτήριων Μακρόνησου, ο οποίος υπαγόταν απευθείας στο ΓΕΣ και σκοπός του είχε οριστεί η «διά της διαφωτίσεως και διαπαιδαγωγήσεως αναμόρφωσις» των κρατουμένων.
Επισήμως πια ο στρατός αποκτούσε δικαιώματα που δεν είχε πριν και
γινόταν υπεύθυνος για την κράτηση όχι μόνο οπλιτών και αξιωματικών αλλά
και πολιτών. Η θεσμική στρατοκρατία οικοδομούνταν.
Το καλοκαίρι του 1947 οι έγκλειστοι στρατιώτες και αξιωματικοί προσέγγιζαν τους 10.000. Τον Μάιο του 1948
κρατούνταν πια στη Μακρόνησο 15.814 στρατιώτες και αξιωματικοί καθώς
και 728 πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι. Τον Αύγουστο του 1949
βρίσκονταν εκεί 7.500 στρατιώτες και 20.000 πολίτες -τριπλάσιοι σχεδόν-,
ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους υπήρχαν εκεί 5.521 στρατιώτες και
11.247 πολιτικοί εξόριστοι. Συνολικά. σύμφωνα με το ΓΕΣ. μέχρι τον Οκτώβριο του 1949 είχαν «αναμορφωθεί» 25.000 οπλίτες και αξιωματικοί. Πολλοί από αυτούς στη συνέχεια στάλθηκαν σε μάχιμες μονάδες του στρατού για να πολεμήσουν εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Αυτή η αναμόρφωση ασφαλώς δεν επιτυγχανόταν με κανένα λεκτικό μέσο πειθούς. Η Μακρόνησος είναι συνώνυμο των πιο φριχτών βασανιστηρίων. Η
εικόνα του μεγάλου σχολείου πατριωτισμού που έβγαινε προς τα έξω από τα
προπαγανδιστικά μέσα του κράτους ουδεμία σχέση είχε με το κολαστήριο που αποτέλεσε στην πραγματικότητα το νησί.
Οταν η αγριότητα γίνεται συλλογική και απλώνεται στην κοινωνία
Υπάρχει
ένα στοιχείο που εντυπωσιάζει και δείχνει πόσο εύκολα μπορεί η
αγριότητα να γίνει συλλογική, να καταλάβει πρώτα ένα κλειστό σύστημα
όπως της Μακρονήσου και μετά να απλωθεί μέσα σε μια κοινωνία. Οι
βασανιστές των εξόριστων δεν ήταν επαγγελματίες του στρατού αλλά απλοί
οπλίτες, στρατιώτες που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Επιλεγμένοι, βέβαια,
με κριτήριο και την προηγούμενη βίαιη και περιθωριακή πολιτεία τους. Υπήρχε όμως και μια άλλη, πιο σκληρή πτυχή. Κάποιοι
από τους βασανιστές ήταν «ανανήψαντες» αριστεροί, πρώην κρατούμενοι,
που αναγκάζονταν να βασανίσουν οι ίδιοι τους πρώην συντρόφους τους, είτε
για να αποδείξουν πως πράγματι είχαν αλλάξει στρατόπεδο είτε για να
κλείσει για πάντα ο δρόμος της επιστροφής τους στην Αριστερά είτε απλώς
για την άρρωστη απόλαυση των αξιωματικών. Τα βασανιστήρια γίνονταν
συχνά μπροστά στους άλλους κρατούμενους ώστε αυτοί να «σπάσουν» γρήγορα
και να υπογράψουν τη διαβόητη δήλωση μετάνοιας.
Μόλις
οι εξόριστοι αποβιβάζονταν στη Μακρόνησο ο διοικητής του τάγματος τους
συγκέντρωνε και τους καλούσε να υπογράψουν επιτόπου, με συγκεκριμένη
μικρή χρονική διορία, τη δήλωση. Οταν η διορία περνούσε στρατιώτες με
ρόπαλα ορμούσαν πάνω τους και τους χτυπούσαν με αγριότητα Ετσι, οι
περισσότεροι εξόριστοι δέχονταν να υπογράψουν. Ομως πολλοί αρνούνταν.
Αυτοί μεταφέρονταν σε άλλα σημεία του στρατοπέδου, για να μαρτυρήσουν
ξανά στα χέρια των βασανιστών τους. Τους έβαζαν να στήσουν πρόχειρες σκηνές, «τσαντίρια» όπως τα έλεγαν οι εξόριστοι. Η ίδια η καθημερινότητά τους εκεί ήταν ένα βασανιστήριο.
Τους ανάγκαζαν να μετακινούνται διαρκώς μαζί με τα πράγματά τους.
Πολλές φορές δεν τους επέτρεπαν να πάνε ούτε στα ουρητήρια. Εκτεθειμένοι
συνεχώς στους ανέμους, στην παγωνιά τις νύχτες, την αφόρητη ζέστη άλλες
μέρες, υπέφεραν σε ένα συνεχές εφιαλτικό μαρτύριο. Οι εξόριστοι
αναγκάζονταν να μεταφέρουν μεγάλες πέτρες από τη μια πλευρά του νησιού
στην άλλη, κάτω από τον ήλιο, μέχρι να λιποθυμήσουν. Αυτή η χωρίς νόημα εργασία
αποσκοπούσε στην ταπείνωση των εξόριστων, την εμπέδωση της ιδέας πως
δεν αποτελούσαν ανθρώπους με δικαιώματα αλλά αντικείμενα στα χέρια των
βασανιστών τους και, ασφαλώς, στην ψυχολογική και διανοητική τους
κατάρρευση.
Αυτή η βίαιη «αναμόρφωση» ξεκίνησε από το Γ' Τάγμα, υπό τη διοίκηση του διαβόητου λοχαγού Σκαλούμπακα.
Οσοι μετά τις πρώτες απειλές και τα βασανιστήρια συνέχιζαν να μην
υπογράφουν δηλώσεις μετάνοιας καλούνταν στο Γραφείον Ηθικής Αγωγής του
τάγματος, όπου διεξάγονταν πολύωρες ανακρίσεις και νέοι ξυλοδαρμοί Οι
βασανιστές χτυπούσαν με κάθε τρόπο και με κάθε αντικείμενο που μπορούσε
να γίνει όργανο βασανιστηρίων: ξύλα λοστούς, συρματόσκοινα κλομπ. Με τη
διαβόητη φάλαγγα, κατά την οποία ο κρατούμενος δενόταν σε ένα κρεβάτι
και με ένα κλομπ του χτυπούσαν σταθερά και με δύναμη τα πέλματα, πόνος
που -όπως λένε οι μαρτυρίες- κάνει τον βασανιζόμενο να νομίζει πως θα
χάσει τη λογική του. Αλλά και με βασανιστήρια που φαίνονται πιο ήπια αλλά είναι εξαντλητικά, όπως το «αεροπλανάκι»,
δηλαδή το να στέκεται ο βασανιζόμενος στο ένα πόδι με τα χέρια σε
έκταση, ή ο «πελαργός», το να στέκεται για ώρα στο ένα πόδι. Ολα αυτό συνεχίζονταν μέχρι να λιποθυμήσει ο βασανιζόμενος. Ή μέχρι να κουραστεί ο βασανιστής.
Τα μαρτύρια της ρέγνας, της γάτας και η «ευγνωμοσύνη» στον βασανιστή
Μαζί με αυτά υπήρχαν και άλλα
βασανιστήρια που έρχονταν κυριολεκτικά από τα βάθη των αιώνων κι από
βάρβαρες πρακτικές στρατών και ηγεμόνων. Τέτοιο ήταν το να πετιούνται οι
βασανιζόμενοι στη θάλασσα με τα χέρια δεμένα και φορώντας τα ρούχα
τους, ώστε να κινδυνεύουν διαρκώς να πνιγούν. Το να τους κρεμούν από
στύλους με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και τις άκρες των ποδιών ίσα να
ακουμπούν στο έδαφος. Το να τους δίνουν για βραδινό ρέγγα χωρίς νερό ενώ
ήταν καλοκαίρι, με αποτέλεσμα μια βασανιστική αφυδάτωση. Αλλά και το
μαρτύριο της γάτας, όπου έβαζαν τους βασανιζόμενους σε ένα σακί,
έριχναν μέσα μια γάτα, το έδεναν και το έριχναν στη θάλασσα, ώστε η γάτα
σε κατάσταση αμόκ να ξεσκίζει με τα νύχια της τον βασανιζόμενο
προσπαθώντας να σώσει τη ζωή της. Από όλα αυτά πολλοί εμφάνισαν βαριά ψυχικά νοσήματα και άλλοι επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν. Οι συνθήκες αυτού του κολαστηρίου είχαν αποτέλεσμα έπειτα από έξι μήνες ελάχιστοι από τους 5.000 στρατιώτες του τάγματος να μην έχουν υπογράψει δήλωση μετάνοιας.
Αλλά
και για όσους υπέγραφαν τελικά τις δηλώσεις τα πράγματα δεν ήταν εύκολα
Πρώτα έπρεπε να αποδείξουν ότι είχαν πράγματι αλλάξει πεποιθήσεις.
Επρεπε να κάνουν ομιλίες στους υπόλοιπους στρατιώτες για τα δεινά του
κομμουνισμού και την αναμορφωτική επίδραση της Μακρονήσου, να παρενοχλούν και να διαπομπεύουν τους «αμετανόητους», αλλά και, όπως είπαμε, να τους βασανίζουν οι ίδιοι. Επειτα έστελναν επιστολές στο χωριό τους στις οποίες ανέφεραν πως
είχαν παρασυρθεί από το «προδοτικό» ΚΚΕ, καταδίκαζαν τον κομμουνισμό ως
αντεθνική ιδεολογία και δήλωναν ευγνώμονες για την εμπειρία της
Μακρονήσου που τους οδήγησε στο να «ανανήψουν». Αυτές οι επιστολές διαβάζονταν μπροστά σε όλους τους συγχωριανούς τους από τον παπά ή τον δάσκαλο μετά τη λειτουργία της Κυριακής.
Το
αποκορύφωμα της θαλάσσιας κόλασης ήταν όσα συνέβησαν την 1η Μαρτίου
1948. A' ΕΤΟ: Οι στρατιώτες εκεί άντεχαν ακόμη και δεν υπέγραφαν τη
δήλωση στο καθεστώς παρά τα μαρτύρια. Μία μέρα πριν (29 Φεβρουάριου),
κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσής τους στο θέατρο για την
πραγματοποίηση της κυριακάτικης λειτουργίας, κάποιοι αλφαμίτες
(Αστυνομία Μονάδος) άρχισαν να χτυπούν μπροστά τους δύο άλλους
στρατιώτες. Πολλοί διαμαρτυρήθηκαν φωνάζοντας «Αίσχος» και εξεγέρθηκαν.
Ξαφνικά κάποιοι από τους αλφαμίτες άρχισαν να πυροβολούν προς το πλήθος. Πέντε στρατιώτες έπεσαν νεκροί από αυτό το επεισόδιο, για το οποίο ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος είπε πως δεν υπήρχε καμία εντολή και πως θα διεξάγονταν έρευνες. Ομως το επόμενο πρωί φάνηκε πως ίσως όλα αυτά να ήταν πρόβα και προβοκάτσια για να δημιουργηθεί η αφορμή της σφαγής.
Οι
κρατούμενοι στρατιώτες είχαν τοποθετήσει από την προηγούμενη μέρα τους
νεκρούς σε μια σκηνή και έκαναν συμβολική απεργία πείνας. Την ώρα του
πρωινού θρησκευτικού κηρύγματος το A' ΕΤΟ βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένο
από τις ένοπλες φρουρές και των τριών ταγμάτων. Από τα μεγάφωνα ενός
μικρού σκάφους ακούστηκε η φωνή του διοικητή:
«Προσοχή - προσοχή!
Στρατιώται του A' Τάγματος. Σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης.
Στρατιώται
του Α’ Τάγματος, εκάματε μίαν απερισκεψίαν. Ολίγα καθάρματα
κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της πατρίδος. Οσοι από σας
δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά
γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε ας τον 7ον
λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει, το κράτος δεν θα υποχωρήσει».
Η σφαγή της 1ης Μαρτίου1948. Οπλισμένοι «γαζώνουν» άοπλους
Με
αφορμή το επεισόδιο της προηγούμενης ημέρας προσπαθούσαν να τους
αναγκάσουν να υπογράψουν υπό την απειλή ότι αλλιώς θα θεωρούνταν
στασιαστές. 4.500 άοπλοι στρατιώτες, σχεδόν όλοι 20 έως 25 ετών, όλοι
τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και οι πιο πολλοί στελέχη και
μέλη του ΚΚΕ, στέκονται ακίνητοι
Μία ώρα μετά δίνεται το
τελεσίγραφο. Μέσα σε πέντε λεπτά έπρεπε να μεταβούν στον 7ο λόχο για να
υπογράψουν. Αλλιώς ο στρατός θα επιτίθετο. Δεν κινούνται. Και η θηριωδία αρχίζει. Με ρόπαλα πέφτουν πρώτα πάνω τους οι πρώτοι από τους βασανιστές.
Στις μάχες σώμα με σώμα οι αριστεροί στρατιώτες καταφέρνουν να τα
πάρουν στα χέρια τους και να εκδιώξουν τους «συναδέλφους» βασανιστές
τους. Σε λίγα λεπτά όλα αλλάζουν. Με εντολή των αξιωματικών τους οι
αλφαμίτες αρχίζουν να πυροβολούν με τα αυτόματα πάνω στις σκηνές του 4ου
και 5ου λόχου. Οι πρώτοι νεκροί.
Σε λίγο άλλοι στρατιώτες πίσω από τα μυδραλιοβόλα τους χτυπάνε σχεδόν όλο τον χώρο της παραλίας, μέχρι και το λιμάνι. Μερικοί
στρατιώτες πέφτουν στη θάλασσα για να σωθούν. Οι σφαίρες τούς βρίσκουν
κι εκεί Για μια στιγμή σταματάνε τα όπλα Και τότε μια φωνή προτρέπει: «Συνάδελφοι, όλοι όρθιοι να ψάλουμε τον εθνικό μας ύμνο!». Οι στρατιώτες του A' ΕΤΟ. του «κόκκινου τάγματος», οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, σε θέση προσοχής, μαζί κι οι τραυματίες, ψάλλουν τον «Υμνο στην ελευθερία». Τα
μυδραλιοβόλα συνεχίζουν. Επί ώρες όλος ο τόπος γαζώνεται Οπλισμένοι
σφάζουν άοπλους. Στο τέλος πάλι οι αλφαμίτες ορμούν ουρλιάζοντας και
ζητούν δηλώσεις μετάνοιας.
Οι νεκροί της σφαγής φορτώθηκαν σε ένα καΐκι. Ο καπετάνιος του, χρόνια μετά, δήλωνε:
«Εζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. L.J Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι
και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά
στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. [...] Τους σκοτωμένους
φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι αλφαμίτες Χούμης
και Δήμητρας, Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα “Το καΐκι δεν σηκώνει τόσο πράμα είναι πολύ το
πράμα, θα μπατάρει το καΐκι”. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι
με διέταξε. Τι να ’κανα; Το πιστόλι σε παγώνει.. L.J Οι ναύτες παίρνανε
τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με
βαρίδια και τους φουντάρανε στον βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».
Το βράδυ της 1ης του Μάρτη το υπουργείο Στρατιωτικών εκδίδει ανακοίνωση:
«Την
29 Φεβρουάριου άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον
υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί κατά την διάρκειαν της
θρησκευτικής τελετής επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς
αφοπλισμόν της. Η τελευταία αμυνόμενη έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις
απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες». Τα «Νέα» έγραψαν: «Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον».
Ο ανθός του ελληνικού πολιτισμού και τα καΐκια των τρελών
Στη
Μακρόνησο κρατήθηκαν και βασανίστηκαν άνθρωποι που τις επόμενες
δεκαετίες θα σφράγιζαν για πάντα την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού.
Κάποιοι και του παγκόσμιου. Στρατευμένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες,
πολλοί ήδη μέλη του ΚΚΕ. Καθηγητές πανεπιστημίου και άλλοι επιστήμονες
όπως ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος και ο Γιάννης Ιμβριώτης, σκηνοθέτες και ηθοποιοί όπως ο Μάνος Κατράκης, ο Θανάσης Βέγγος, η Αλέκα Παΐζη και ο Νίκος Κούνδουρος, μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Φοίβος Ανωγειανάκης, εικαστικοί όπως ο Τάσος Ζωγράφος και ο Γιώργος Φαρσακίδης, λογοτέχνες όπως ο Γιάννης Ρΐτσος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Νίκος Καρούζος, ο Θέμος Κορνάρος, άλλοι ήδη καταξιωμένοι, άλλοι στα πρώτα τους βήματα Μάλιστα ο Μάνος Κατράκης είχε καταφέρει να κρύψει ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου
μέσα σε γυάλινα μπουκάλια που έθαψε στην άμμο. Κι όταν αργότερα άλλαξε
τόπο εξορίας τα πήρε μαζί του. Είναι τα ποιήματα που αργότερα εκδόθηκαν
με τον τίτλο «Πέτρινος χρόνος» και αποτέλεσαν το υλικό για την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» του Θάνου Μικρούτσικου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης αποτυπώνει στα λόγια του τη φρίκη για τη Μακρόνησο:
«Οταν
μας πηγαίνανε στα βουνά επάνω για τα βασανιστήρια, στις χαράδρες κ.λπ.
ήταν απόλυτη μοναξιά. Στη φυλακή μέσα ή στην ασφάλεια ξέρεις ότι πίσω
από τους άλλους τοίχους είναι ορισμένοι σύντροφοί σου. Κάποιοι άνθρωποι
θα σε ακούσουν. Η μαρτυρία παίζει μεγάλο ρόλο. Εκεί δεν είχες κανέναν.
Δηλαδή να εξαφανιστείς, να πεθάνεις χωρίς να αφήσεις ίχνος πίσω σου
είναι αβάσταχτο. Αισθανόσουνα εκεί ότι είσαι τίποτα. Ησουν μόνος σε μια
ερημιά, σε ένα βράχο επάνω, στην ερημιά, ήταν σκηνές πολλές αλλά δεν τις
έβλεπες και ήταν μακριά η μια με την άλλη. Ησουν τελείως μόνος. Και
ξαφνικά καθώς κοιμόσουνα έβλεπες φλόγες, είχανε πετρέλαιο και βάζανε
φωτιά στη σκηνή εκεί που κοιμόσουν. Και μετά έπεφτε άγριο ξύλο. Πες μου,
πώς αντέχει αυτός ο άνθρωπος. Στα κλασικά βασανιστήρια στην Ασφάλεια
είχες την αναμονή και μετά το ξύλο, όσο αντέξεις. Μετά είσαι
εξαντλημένος. Και πονάς πολύ. Αλλά αυτό γίνεται μέσα σε δυο τρεις ώρες.
Και πας στο κελί σου πάλι. Στη Μακρόνησο ήταν μήνες, δημιούργησε θύματα
τα οποία υποφέρουν ακόμη. [...] Υπήρχαν καΐκια που πηγαίνανε από τη
Μακρόνησο στο Λαύριο για να πάνε τους τρελαμένους στα νοσοκομεία».
Ο Εμφύλιος που συνεχίστηκε μέχρι το 1961. Ισοπεδώνοντας την αντιστασιακή ταυτότητα
Τον
Αύγουστο ίου 1949 ο Εμφύλιος τελείωσε με την ήττα του ΔΣΕ. Εξόριστοι
συνέχιζαν για καιρό να μεταφέρονται μαζικά στη Μακρόνησο παρότι ο
(επίσημος) λόγος είχε πλέον λείψει. Και ασφαλώς συνέχισαν να μαρτυρούν.
Λίγους μήνες μετά, στις 5 Μαρτίου 1950, έγιναν εκλογές. Πρωθυπουργός
ανέλαβε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ο κεντρώος για τα δεδομένα της
εποχής εμβληματικός πρώην στρατιωτικός ξεκίνησε να αποδυναμώνει τη
λειτουργία του στρατοπέδου. Το καλοκαίρι χιλιάδες πολιτικοί εξόριστοι
μεταφέρθηκαν από τη Μακρόνησο σε δύο άλλα νησιά. Οι άντρες μεταφέρθηκαν στον Αη Στράτη και οι γυναίκες στο Τρίκερι.
Ομως για επτά ακόμη χρόνια, ως το 1957, τα στρατόπεδα συνέχισαν να
λειτουργούν, όπως και οι στρατιωτικές φυλακές ως τον Οκτώβριο του1960.
Σε λίγο είχαν μείνει μόνο κάποιοι στρατιώτες, όχι ως κρατούμενοι αλλά ως
φρουροί των εγκαταστάσεων. Τον Φεβρουάριο του 1961 εγκατέλειψαν κι
αυτοί οι τελευταίοι 10-15 άντρες τη Μακρόνησο.
Εχει
υπολογιστεί πως από τη Μακρόνησο πέρασαν συνολικά περί τους 27.000
στρατιώτες, 1.100 αξιωματικοί και 30.000πολίτες, όλοι κατηγορούμενοι για
αριστερά φρονήματα. Η Μακρόνησος ήταν μια ανάγκη του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Η
Αντίσταση και το ΕΑΜ είχαν γίνει τα πιο μαζικά κινήματα στην ιστορία
της χώρας. Είχαν αλλάξει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Δεν τους έσωσαν μόνο
από την πείνα, δεν τους έδωσαν όπλα για να διώξουν τον κατακτητή.
Αλλαξαν εντελώς τον τρόπο που οι άνθρωποι έβλεπαν τη ζωή τους. Αντρες
αγράμματοι γίνονταν ηγέτες στο χωριό τους, χωρικοί μάθαιναν να διαβάζουν
κι έβλεπαν πρώτη φορά στη ζωή τους θέατρο, γυναίκες σταματούσαν να
περιμένουν να διαλέξει ο πατέρας τους τον σύζυγό τους και γίνονταν
αγωνίστριες και ισότιμες με τους άντρες. Το στρατόπεδο της Μακρονήσου
δημιουργήθηκε για να τα ισοπεδώσει όλα αυτά Τη νέα ταυτότητα των
ανθρώπων. Τις νέες ιδέες που μέσα από την πάλη τους είχαν κατακτήσει για τον εαυτό τους και για τον κόσμο. Οπως και όλο το αντικομμουνιστικό κράτος της Δεξιάς που χτίστηκε μετά τον Εμφύλιο. Για να καταστρέφει την ηθική εδραίωση του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στο μεγάλο μέρος της ελληνικής νεολαίας. Για να μην του αφήσει περιθώριο για το μέλλον.
Οι σημαίνοντες του μετεμφυλιακού κράτους ασφαλώς είδαν αλλιώς την Μακρόνησο. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου και μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε ομιλία του που εκφώνησε στο νησί είπε πως «η
Μακρόνησος είναι προπαντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να
στηριχθεί στον ορθόν λόγον... Μακάρι όλη η Ελλάδα να ήταν μια
Μακρόνησος... Ολοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι. [...]
Ηρθα ως δάσκαλος. Θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σας».
Παν. Κανελλόπουλος: «Πρότυπον άξιον μιμήσεως. Στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε η Ελλάς»
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, πρώην πρωθυπουργός, είπε πως «το
έργον της Μακρονήσου, αναγνωρίζομενον ήδη διεθνώς ως παράδειγμα και
πρότυπον άξιον μιμήσεως εις όλας τας ελευθέρας χώρας του κόσμου,
αποτελεί τίτλον τιμής δι’ όλους εκείνους οι οποίοι συνέβαλαν και
συμβάλλουν εις την πραγματοποίησίν του. [...] Η ιστορία θα γράψει ότι η
στροφή της παγκόσμιας υποστάσεως εδώ εις την Μακρόνησον άρχισε. Στο
ξερονήσι αυτό εβλάστησε σήμερα η Ελλάς ωραιότερη όσο ποτέ».
Μετά τη χούντα για πολλές δεκαετίες ο Εμφύλιος είχε γίνει ταμπού για την ελληνική Δεξιά. Σήμερα
οι εκπρόσωποι μιας ακραίας εκδοχής της, που αρέσκονται να μιλάνε στη
Βουλή με λόγο στρατοδίκη και γυμνασιάρχη του ’50, προσπαθούν να
οικειοποιηθούν με περηφάνια τη δράση του κράτους στον Εμφύλιο. Υποστηρίζουν πως όλα έγιναν για τη σωτηρία της Ελλάδας από μια «κομμουνιστική δικτατορία».
Διαμαρτύρονται για την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» και για το ότι, όπως λένε, αντί να γράψουν την ιστορία του Εμφυλίου οι νικητές, την έγραψαν οι ηττημένοι Φωνάζουν για να ρίξουν στη λήθη τα βασανιστήρια των νικητών στους ηττημένους. Και την ταξική διάσταση του πολέμου.
Που, ίσως πιο καλά από οπουδήποτε, αποτυπώνεται στο πρόσωπο ενός από
τους δολοφονημένους της Μακρονήσου έπειτα από 33 ημέρες βασανιστηρίων,
του Μήτσου Τατάκη, γενικού γραμματέα της Ομοσπονδίας Ελληνικών
Ναυτεργατικών Οργανώσεων, που είχε συμβολή ακόμη και στην οργάνωση της
απόβασης των συμμάχων στη Νορμανδία Μετά τον πόλεμο η ΟΕΝΟ στοχοποιήθηκε
από το εφοπλιστικό κεφάλαιο και πολεμήθηκε σκληρά, διότι εξαιτίας της «το
ελληνικόν πλοίον απώλεσε το μοναδικόν του πλεονέκτημα, το χαμηλόν
κόστος εκμεταλλεύσεως, που του επέτρεπε να συναγωνίζεται επιτυχώς τας
ξένας ναυτιλίας». Τελικά αυτό που δεν συγχωρήθηκε στους
ηττημένους είναι ότι αντέξανε. Οτι είχαν την αλληλεγγύη, τη
συλλογικότητα Κι αυτό που γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο «Γράμμα στο Ζολιό
Κιουρί»:
«Περάσαμε πολύ καιρό στο Μακρονήσι, κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
πολλοί αφήσανε εκεί τα κόκαλά τους. Πολλοί αφήσανε τα πόδια τους τα χέρια τους.
Πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια, πολλοί δεν περπατάνε καθόλου,
πολλοί φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
πολλοί δεν έχουν καθόλου μιλιά, πολλοί δεν μπορούν πια να δουν, πολλοί δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους.
Ολο το φταίξιμό μας είναι που αγαπάμε, όπως και εσύ Ζολιό, τη Λευτεριά και την Ειρήνη».
μονταζ teo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου