λίγες ασφάκες
το θυμάρι
Διψάσαμε πολύ.
Πολύ πεινάσαμε.
Πολύ πονέσαμε.
Δεν το πιστεύαμε ποτές,
νάναι τόσο σκληροί οι ανθρώποι
Δεν το πιστεύαμε ποτές
νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας.
Αξούριστοι
μ’ ένα κομμάτι θάνατο στην τσέπη μας
– πούναι ένα στάχυ να πει καλημέρα;
Βραδιάζει
με το παγούρι του δειλινού χωμένο στην αμμουδιά
με το φεγγάρι αραγμένο σ’ έναν άλλο γιαλό
να το κυλάει η γαλήνη με το μικρό της δάχτυλο –
σε ποιο γιαλό; ποια γαλήνη;
Διψάσαμε πολύ
δουλεύοντας ολημερίς την πέτρα.
Κάτου απ’ τη δίψα μας
είναι οι ρίζες του κόσμου.
***
Ήρθαν οι αρρώστιες, οι διάροιες, ο τέτανος
κουβαλάμε τους αρρώστους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια
κουβαλάμε τους πεθαμένους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά
από κει μόλις βραδυάζει τους φορτώνουν στα καΐκια για το Λαύριο
οι εξόριστοι βγάζουν τα σκουφιά τους, σφίγγουν τα δόντια και
κοιτάζουν πέρα τη θάλασσα
δε μιλάνε, κοιτάζουν μακριά, πίσω απ’ το Σούνιο
ώσπου βραδυάζει κι ο άνεμος βολοδέρνει σε μια κουβέρτα πεθαμένου
ετούτος ο ατέλειωτος άνεμος που αντιχτυπιέται στη μουγκαμάρα της πέτρας
που αναστατώνει τ’ αγκάθια και τα χαρτιά του αποχωρητηρίου
παίρνει από πίσω τα καράβια, γιομίζει τις τσέπες με σπασμένα τοπεία
χωρίζει το πετσί απ’ το κόκαλο – ο μεγάλος άνεμος
που λύνει τους κόμπους των άστρων και δένει τις καρδιές μας
Ένα κρεβάτι, δυο κρεβάτια – πόσα κρεβάτια μείναν άδεια
και τα κουταλοπήρουνα των σκοτωμένων μαζεμένα στη γωνιά
σα μια φούχτα αστέρια δίχως όνομα
και το βλογιοκομμένο φεγγάρι φωνάζοντας ολονυχτίς τον τρόμο
του στη θάλασσα
όπως ανοιγοκλείνει στο σκοτάδι ένα παλιό πορτόφυλλο
κι οι μπόγοι της νύχτας δίπλα στα μαγειρεία
κι η λύπη στριμωγμένη πλάι στο φόβο
έξω απ’ την καρδιά μας.
Ύστερα πέφτει ο άνεμος
κι ακούμε που κατρακυλάνε πέτρες απ’ το βουνό
ακούμε τ’ άρβυλα των πεθαμένων
και πάρα πέρα τ’ άρβυλα της λευτεριάς
καθώς ανηφορίζει από τον κάτου κόσμο.
***
Δω πέρα ξεχάσαμε ένα σωρό πράματα.
Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα
Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα απόνα παράθυρο
αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.
Η φωνή ενός παιδιού τ’ απόγεμα – πούναι;
μια γυναίκα στο κατώφλι του σπιτιού
το σπίτι – πούναι;
κ η ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα ρούχα
κι η σιωπή που πέφτει απ’ το ρολόι του τοίχου πάνω στις καρέκλες
κι ο ίσκιος ενός ευγενικού χεριού που βάζει ένα λουλούδι
στο ποτήρι – πού είναι;
και το γραμμόφωνο του Σαββατόβραδου στο σκιασμένο περβάζι
η γάτα που σεργιανούσε στη στέγη του αντικρυνού σπιτιού
μέσα σ’ ένα σούρουπο όλο ναφθαλίνη
η ίδια η γάτα των νεολαίων του Αρμπούζοφ
εκείνη η μαύρη η γάτα της γειτονιάς – βασανισμένη
με δυό σταγόνες λάδι μοναξιάς μέσα στα μάτια της
βασανισμένη μαύρη γάτα στην αντικρυνή σκεπή
– παράξενα ήσυχα που σεργιανούσε μες στο σούρουπο
ξύνοντας με την ουρά της τ’ άσπρο φεγγάρι. Ξεχάσαμε.
Εδώ είναι πολύ το κρύο τις νύχτες
είναι πολλή μοναξιά κάτου απ’ το φόβο
κι είναι πολλή συντροφιά κάτου απ’ το φόβο
είναι και μια φωτιά κάτου απ’ το φόβο
που καίει το φόβο
την ώρα που ο θάνατος απάνου στα φυλάκια
παίζει τα ζάρια με τους φρουρούς καθισμένους σταυροπόδι
στο χώμα.
Εδώ κι οι γάτες είναι αλλιώτικες
άγριες κι υπομονετικές κι αμίλητες
δεν τρίβουνε το μάγουλό τους στον αγκώνα μας
στέκουν στα γόνατά μας και σπουδάζουν
σπουδάζουν το θάνατο
σπουδάζουν τη λύπη
σπουδάζουν την εκδίκηση και την απόφαση
σπουδάζουν τη σιωπή και την αγάπη
σπουδάζουν τη ζωή μέσα στα μάτια μας
οι αχάιδευτες
οι άγριες γάτες
οι σιωπηλές γάτες της Μακρόνησος.
Και τούτο το αυγουστιάτικο φεγγάρι που κρέμεται πάνου μας
είναι σαν τη μεγάλη λέξη που δεν ειπώθηκε
μαρμαρωμένη στο λαρύγγι της νύχτα.
***
Πίσω απ’ τη ράχη μας η πυρκαγιά της δύσης.
Βραδινό προσκλητήριο. 7 η ώρα
Η δύση στο πρόσωπο του υπενωματάρχη
η δύση στα ξουρισμένα κεφάλια των εξόριστων
και κάτου η θάλασσα.
4ο Τάγμα Μακρονήσου.
12 κλωβοί.
10.000 εκτοπισμένοι.
Λιόγερμα.
Καθένας μας έχει στους ώμους του
την κούραση 12 ωρών από πέτρα
τη δίψα 12 ωρών από ήλιο
τον πόνο τόσων χρόνων
την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής
κι ακόμα κι αυτό το μικρό μπογαλάκι
με τις χρωματιστές μαξιλαροθήκες του δειλινού.
Τα παπούτσια μας σκίστηκαν στην πέτρα
τα πουκάμισά μας μαυρίσαν απ’ το χώμα
Απ’ τις χαραματιές της πίκρας μπαίνει πότε – πότε λίγη θάλασσα,
Η βραδιά κάθεται πάνου στα παπούτσια μας
σαν ένα πιστό μαύρο σκυλί
την ώρα που μπαλώνουμε τα τσουράπια μας
την ώρα που μπαλώνουμε μ’ ένα άστρο την ελπίδα.
Όταν αποκοιμιόμαστε
τα γαϊδουράκια της νύχτας σεργιανάνε έξω απ’ τ’ αντίσκηνα
πολλά μάτια αγαθά ρίχνουν το λάδι τους στον αέρα
– είναι τα ήσυχα γαϊδουράκια της νύχτας
κρεμώντας στον ίσκιο μικρά τοπεία με στάχυα
κρεμώντας κάτι μικρά περβόλια με κουκιά και με άνιθο
ένα πηγάδι, ένα σπίτι φυστικί, μια γυναίκα που χτενίζεται.
Είναι τα γαϊδουράκι της νύχτας που βοσκάν την ησυχία
τα μικρά παράθυρα που κοιτάνε πίσω απ’ τη σιωπή.
Α μητέρα
τι δύσκολες μέρες που περνάμε
Πώς είναι ο ύπνος, μητέρα, μέσα σ’ ένα σπίτι
όταν κάθουνται οι καρέκλες νοικοκυρεμένες γύρω στο τραπέζι
σοφές οι καρέκλες κι υπομονετικές σαν τις καλές γειτόνισσες
όταν ο ίσκιος σου κάθεται στη μεσόπορτα
διώχνοντας το κακό και το φόβο της νύχτας
όπως έδιωχνες με το χέρι σου ένα κουνούπι που σφύριζε
πάνου απ’ το κοιμισμένο πρόσωπο μας.
Δύσκολες ώρες περνάμε, μητέρα.
Μην πικραίνεσαι.
Είναι σκληρός ο αγώνας, μητέρα
μα είναι πολλά τ’ αδέρφια μας
είναι πολλά τα παιδιά σου, μητέρα
Τα ξημερώματα ακούμε τον ίσκιο σου που φεύγει
ακούμε τα μικρά παράθυρα που κλείνουν.
Μια ντουφεκιά στον αέρα.
Η σφυρίχτρα του χωροφύλακα.
Μια ντουφεκιά που σκοτώνει
τον κούκο του αυγερινού.
Φεύγουν και τα γαϊδουράκια της νύχτας
πίσω απ’ τη μάντρα της αυγής
μονάχα ο ίσκιος τους αφήνει μια λίμνη σιγαλιά
ανάμεσα στα δυό πρώτα λόγια του ανέμου.
Ύστερα η μεγάλη πέτρα στον ώμο
ο μεγάλος ανήφορος
η μεγάλη απόφαση στην καρδιά.
Μεγάλες μέρες μάς περιμένουν, μητέρα.
Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο
ανηφορίζοντας το θάνατο
Μεγάλες πολιτείες θα χτίσουμε.
Μητέρα, μην πικραίνεσαι.
***
Τρία μεγάλα γράμματα
γραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκαλιά της Μακρόνησος.
( Όταν ερχόμαστε με το καράβι,
στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας,
τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα
κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε
εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου,
κ’ η αρμύρα κ’ η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι
δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία
ασβεστωμένα γράμματα).
Α΄Τάγμα
Β΄Τάγμα
Γ΄Τάγμα
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Κ’ η θάλασσα του Αιγαίου ήταν γαλάζια όπως πάντοτες
πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια.
Α΄-
Α, ναι, μιλούσαμε κάποτες για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη,
Β΄-
για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και
μια γοργόνα
Γ΄-
για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων
Α. Β. Γ.
300 σκοτωμένοι.
Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη
– ο κάβουρας που ρεμβάζει στο νοτισμένο βράχο
άντικρυ στη μαλαματένια δύση
καθώς ένα μικρό μπρούτζινο άγαλμα του Ωκεανού
Α. Β. Γ.
600 τρελοί
Οι γυάλινες γαρίδες κυνηγώντας στα ρηχά τον ίσκιο του
πρωινού άστρου,
το χρυσό και γαλανό καλοκαίρι πετροβολώντας με κουκουνάρια
το μεσημεριάτικο ύπνο των κοριτσιών
τα παλιά πεύκα ξύνοντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη
μάντρα της αυγής.
Α. Β. Γ.
900 κουτσοί
Ζήτω
ο βασιλεύς Παύλος
κ’ η παναγιά του πελάου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλητη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα
Α. Β. Γ.
Α. Β. Γ.
Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι,
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Κ’ η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτες
κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο
ήσυχος, ήσυχος, ωραίος,
και τ’ άστρα ανάβουν κάθε βράδυ μικρές φωτιές
να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας.
Α. Β. Γ.
Α. Β. Γ.
κι από κάτου απ’ τ΄αστέρια περνάνε
καραβιές – καραβιές οι εκτοπισμένοι
και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια
και τσουβάλια με κομμένα χέρια
και τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου
Αιγαιοπελαγίτικο τοπείο
χρυσό και γαλάζιο
Α. Β. Γ.
Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α΄ Τάγματος
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά
ξεκολημένα μαζί με το πετσί
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει
δήλωση
Α. Β. Γ.
Τα συρματοπλέγματα.
Οι νεκροί.
Οι τρελοί.
Α. Β. Γ.
Γαλάζια, η θάλασσα – πολύ γαλάζια.
Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπείο.
Οι γλάροι.
Α. Β. Γ.
Μαύρη, κατάμαυρη θάλασσα.
Μαύρο, κατάμαυρο τοπείο.
Τα συρματοπλέγματα.
Α. Β. Γ.
Μαύρο, κατάμαυρο τοπείο με σφιγμένα δόντια
κόκκινο, κατακόκκινο τοπείο με σφιγμένη γροθιά
μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της
κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος στο αίμα του.
Α. Β. Γ.
Τα συρματοπλέγματα.
Και τα φυλάκια στη νύχτα
Κι οι φωνές απ’ τα φυλάκια όλη τη νύχτα
ΑΛΤ – ΑΛΤ
ΤΙΣ ΕΙ;
ΤΙΣ ΕΙ;
ΤΙΣ ΕΙ;
ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΙ
ΟΙ ΚΟΥΛΟΙ
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
ΑΛΤ – ΑΛΤ
ΑΛΤ
ΤΙΣ ΕΙ;
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Γυρεύουν πίσω το ψωμί που δεν φάγανε.
Γυρεύουν τον ήλιο που τους κλέψανε.
Οι νεκροί γυρεύουν τη ζωή τους.
ΑΛΤ – ΑΛΤ
απ’ όλα τα φυλάκια της νύχτας
όλη τη νύχτα
ΑΛΤ
– ΤΙΣ ΕΙ;
– ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
– ΤΙΣ ΕΙ;
– ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ
– ΤΙΣ ΕΙ;
– ΕΜΕΙΣ
ΑΛΤ – ΑΛΤ – ΑΛΤ
ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ
Οι νεκροί γυρεύουν τη ζωή τους,
Οι τρελοί γυρεύουν τον ήλιο τους
Οι κουτσοί γυρεύουν τα πόδια τους
Οι τυφλοί γυρεύουν τα μάτια τους
Όλοι μαζί γυρεύουμε τη λευτεριά μας.
Α. Β. Γ.
Απ’ την αρχή μαθαίνουμε το αλφάβητο
απ’ την αρχή μαθαίνουμε το φόβο και τον πόνο
Απ’ την αρχή μαθαίνουμε τη ζωή και το θάνατο
Α. Β. Γ.
Α. Β. Γ.
Α. Β . Γ.
Είναι κοντά η Λευτεριά, σύντροφοι
μια και μάθαμε, σύντροφοι, να πεθαίνουμε
μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι.
Α. Β. Γ.
ΗΛΙΟΣ
Α. Β. Γ.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ
Γιάννη Ρίτσου Μακρονησιώτικα, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 2016, 2η έκδοση
(Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στη Μακρόνησο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949, στο Δ’ Τάγμα Πολιτικών Εξορίστων, πριν ακόμη μεταφερθούμε στο Β’ Τάγμα, πριν ακόμη ζήσουμε όλη τη φρίκη της Μακρονήσου. Τα χειρόγραφα αυτά έμειναν θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια. Ξεθάφτηκαν τον Ιούλιο του 1950. Επιμέλεια:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου