Κρεμασμένη
ακόμη η ταμπέλα «Καλό καλοκαίρι. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη» και μπήκε
Νοέμβριος. Η είδηση που κανείς μας δεν ήθελε να πιστέψει επιβεβαιώθηκε.
Έκλεισε το Πτι-Παλαί. Αδειες οι τζαμένιες βιτρίνες του, που άλλοτε
χαζεύαμε ενσταντανέ της ταινίας. Εκεί στη γωνιά της Ριζάρη, κάτω από τη
μαρκίζα “Petit Palais”,βούρκωσα. Θυμήθηκα τα κυριακάτικα απογεύματα,
που ήθελα να σπάσω
τη θλίψη τους και έβγαζα βιαστικά τα παντοφλάκια, για να κατηφορίσω ως τον κινηματογράφο. Δυο βήματα. Μεγάλο προνόμιο. Χανόμουν στη μεγάλη οθόνη.
τη θλίψη τους και έβγαζα βιαστικά τα παντοφλάκια, για να κατηφορίσω ως τον κινηματογράφο. Δυο βήματα. Μεγάλο προνόμιο. Χανόμουν στη μεγάλη οθόνη.
Και
όταν άναβαν τα φώτα μερικές καλησπέρες. Ανθρώπινα πράγματα. Για να μη
θυμηθώ χρόνια σχολικά, το βολικό σκοτάδι για συναντήσεις. Τα κορίτσια
κουλτουροχτυπημένα, τα αγόρια έρχονταν για χάρη μας… Σημείο αναφοράς μια
ζωή και βάλε. «Πίσω από το Πτι-Παλαί», «απέναντι από το Πτι-Παλαί». Δεν
σβήνουν έτσι οι αναφορές των ανθρώπων, οι σταθερές της ζωής τους,
συμβολικές, αλλά δεμένες με την ιστορία τους, την ιστορία της γειτονιάς,
της πόλης.
Αλλά τι λέω; Κάπως
έτσι έσβησαν η μία μετά την άλλη τόσες γωνιές, τόσα στέκια, σαν να μη
θέλει η πόλη την ιστορία της, σαν να μην αντέχουν οι άνθρωποι τη
συνέχειά τους. Κάπως έτσι έκλεισε και το Λητώ, σπουδαίος κινηματογράφος,
στο Βρυσάκι, με το που άρχιζε η Φορμίωνος. Η στέγη άνοιγε τα καλοκαίρια
με μηχανισμό, γιατί ήταν τσιμεντένια κανονική. Μαγεία στα παιδιάστικα
μάτια. Αντιπαροχή. Πολυκατοικία. Και στους κάτω ορόφους σήμερα Εθνική
Τράπεζα.
Νομίζαμε
όμως ότι το «μικρό παλάτι» της σινεφιλικής γειτονιάς είχε σωθεί. Αντεξε
την κατάρρευση των ’80s. Σπασμένα καθίσματα, παγωνιά τον χειμώνα. Αλλά
έμεινε εκεί. Μετά ήρθε η ανακαίνιση, ωραία βελούδα, νέες ταινίες.
Αλλωστε η γειτονιά ολόκληρη παρέμεινε ζωντανή στα δύσκολα. Δεν την
είχαμε εγκαταλείψει τις μέρες της χλιδής. Για αυτό και λίγα τα λουκέτα
την ώρα της κρίσης. Σχεδόν αναμενόμενα. Μαγαζάκια της υπερβολής, «ξένα»
με τις πραγματικές ανάγκες. Ολα τα υπόλοιπα παρέμειναν. Συμπληρώνονται
με μερικά καινούργια.
Και
δεν μιλάω για φαγάδικα και τα συναφή που άνοιξαν τελευταία, ίσως μόδα
της εποχής που απαιτεί λιγότερο γκλάμουρ και περισσότερη «ζεστασιά». Την
έχει το Παγκράτι. Παλιά γειτονιά στέρεα, ανοξείδωτη. Μιλάω για
καταστήματα που συμπληρώνουν ανάγκες της καθημερινότητας, όχι υπερβολές.
Για το βιβλιοπωλείο-κόσμημα της Σπύρου Μερκούρη, τις Πλειάδες
παραδείγματος χάριν και το μικρό καφέ Cue, γρήγορα στέκι και αυτό, δυο
βήματα από το απολύτως κλασικό Φάτσιο με την ανθεκτική «μαμαδίστικη»
νοστιμιά των παραδοσιακών πιάτων του, που μεγάλωσαν γενιές γειτόνων.
Νομίζεις
ότι όλα θα κρατήσουν για πάντα. Δεν θέλω να πω «φταίει ο ανταγωνισμός, ο
καπιταλισμός, η τηλεόραση», διάφορες μπούρδες. Φταίει που ξεχνιόμαστε καμιά φορά και δεν υπολογίζουμε τα πιο πολύτιμά μας.
*(Το
«Πτι Παλαί» είναι (ήταν;) Ριζάρη 24 και Χείρωνος 12. Το όνομα, που
σημαίνει «Μικρό παλάτι», πιθανώς να σχετίζεται με το ομώνυμο κοντινό
ανάκτορο του πρίγκηπα Νικολάου στη Βασιλίσσης Σοφίας και Σέκερη,
σημερινή ιταλική πρεσβεία. Εξαιρετικά διατηρημένο και συντηρημένο,
κυριαρχεί το ξύλο παντού, έχει πολύ καλόγουστα μάρμαρα, αποπνέει άπλα,
άνεση, «οικογενειακότητα» και ηρεμία..Είχε ανοίξει το Φλεβάρη του 1963,
επομένως πέρασε το μισόν αιώνα ζωής, και ανήκε πάντα στην Α΄ προβολή –
τα στοιχεία αυτά προέρχονται από το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα
metropolispress.gr (αναδημοσίευση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου