Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν.
Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου.
Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά.
Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου.
Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά.
Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια.
Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια.
Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια.
Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές.
Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους.
Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες.
Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε.
Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους.
Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες.
Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε.
Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων.
Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα — ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος — ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.
ΙΙ
Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα — ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος — ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.
ΙΙ
Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά,
ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες
της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ
παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς
ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ.,
ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.)
Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας.
Ὅλα ξεχνιοῦνται.
Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας.
Ὅλα ξεχνιοῦνται.
Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια.
Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της.
Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ.
Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης.
Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.
***
Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της.
Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ.
Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης.
Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.
***
«Το Εγκώμιο της Θαλάσσης» – Κώστας Καρυωτάκης
πηγη dinfo.gr
μονταζ teo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου