Χορεύω απάνω απ’ της ζωής μου τα
συντρίμμια
Έκαψα την κουμπάνια μου κι όλα τα
υπάρχοντά μου
Πατώντας του ζεϊμπέκικου τα
στρουφιχτά τ’ αχνάρια
Κι ίσως τούτο να ‘ναι ευήθειας
αλαφράδα
Μπορεί ψυχή βαθιά και μεγαλείο παραφροσύνης
Ποιος έχει τόπο για ορισμούς μπροστά
στη χάση
Πόσοι ευγνώμονες νεκροί χωράν σ’ ένα
κιβούρι
Δίσεκτων χρόνων σαρδόνιος μορφασμός
Κακιά σπορά, συγκομιδή μωροφροσύνης
Κορδακισμός το ξόδι μου έξαλλων
σαλτιμπάγκων
Γελώ με του εαυτού μου το κουφάρι
Που κείται μ’ ύφος βλοσυρό, θαρρείς γνωρίζει
Της ύπαρξης το χωρατό μα το φυλάει
Απ’ όσους ήρθαν για τα μάτια να τον
κλάψουν
Μην τους προσβάλει, να μην τους
κακοκαρδίσει
Ποιος είμαι γω, σου λέει, που θα τα
βάνω
Με καθεστώσες πεποιθήσεις και την
τάξη θα ταράξω
Αφού στέργουνε να ζουν μοναχά κατά
συνθήκη
Ας κάμω το καθήκον μου για μια φορά
στερνή
Κι ας παριστώ πως χολοσκάω για τη ζωή
που αφήνω
Όπως κι αυτοί καμώνονται πως τάχα θα
τους λείψω
Όποιος στ’ αλήθεια μ’ αγαπά, βαθιά το
ξέρει
Καγχάζω μπρος στο θάνατο κι απέ
ξαναγεννιέμαι
Και σαν γεννιέμαι έχω τον Χάροντα
στον ώμο το ζερβό
Ριζώνω στην ξερολιθιά, στις στάχτες
μου φυτρώνω
Ο χρόνος δε με σταματά, η λήθη δε μ’
ορίζει
Στην κούφιαν άβυσσος αλέγρος αρμενίζω
Γαρμπόζος πλατσουρίζω στο γαίμα το πικρό
Λουλούδι φλόγινο μες στα ηφαίστεια
ανθίζω
Βροντάω απάνω στα βουνά, ουρλιάζω στα ορμάνια
Της αντρειοσύνης φώναγμα, της
χρείασης δρολάπι
Γλέντι τρικούβερτο στου τάφου μου την
πέτρα
Θεία λόξα με πλαστούργησε και μοίρα
λαγγεμένη
Παντοτινά θα ορθώνομαι καρσιλαμά να
ορχούμαι
Την παρακμή μου παρδαλό κατσίκι θα
χλευάζω
Με ψευδαισθήσεις θα μεθώ κι αλήθειες θα
υφαίνω
Τσάμικος και πυρρίχιος της μάχης το
ζιαφέτι
Αμόνι ο κατατρεγμός και δε με σκιάζει
Χαλυβουργεί το μύθο μου στου πόνου το
καμίνι
Η καταφρόνεση τα δόντια μου βουβά ακονίζει
Κι αν είμαι παντοπλάνητος κι ωκεανούς
διαβαίνω
Μέσα απ’ τα μαύρα Τάρταρα και τις
σπηλιές του Άδη
Πατρίδα μου ‘ναι η λευτεριά και πάντα
εδώ θε να επιστρέφω
.
μονταζ teo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου