Ο Καζαντζίδης είναι «μύθος» γι’ αυτούς που δεν τον ξέρουν, δεν τον
έζησαν, που δεν τους άγγιξε και δεν τον ένιωσαν. Για τους εργάτες με τα
μουτζουρωμένα χέρια, για τα κορίτσια του λεωφορείου με τους κύκλους κάτω
απ’ τα μάτια και τα τρυπημένα δάχτυλα, για τις οικογένειες που γέμιζαν
τις συνοικιακές ταβέρνες τα σαββατόβραδα με τους καημούς και τις ελπίδες
τους, και τις Κυριακές, στις αυλές, μάζευαν από τα σκοινιά τα λασπωμένα
πουκάμισα κι άπλωναν τα όνειρά τους, για τους ερωτευμένους που έκλειναν
τον νταλκά σ’ ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα, για τους πιτσιρικάδες που
χάιδευαν εκστατικά το κρύσταλλο του ηλεκτρόφωνου και με τα μάτια τους
έσπρωχναν τη βελόνα του πικάπ μέχρι να βυθιστεί στ’ αυλάκια του δίσκου, ο
Καζαντζίδης ήταν ο Στέλιος, ήταν ο πατέρας, ο αδερφός, ο αγαπημένος, ο
καλός γείτονας, ο φίλος ο γκαρδιακός.
Απέραντη σαν τον ορίζοντα, βαθιά σαν τον ωκεανό, η φωνή του Στέλιου,
κι ο λυγμός της παιδί του πόνου ― όποιος δεν πόνεσε δεν ξέρει. Τα
τραγούδια του δεν χωράνε σε μόδες, δεν ανήκουν σ’ εποχές. Αν μεγάλωσες
με τα τραγούδια του Καζαντζίδη, την κιθάρα του Γκάλαχερ και το «απάνω
στα ψηλά βουνά», τότε έμαθες να περπατάς και να μη χάνεις το θάρρος
σου, να ονειρεύεσαι και να παλεύεις, να ερωτεύεσαι και να δίνεις, ν’
αντέχεις, να πεισμώνεις και να ελπίζεις.
Η φωνή του Καζαντζίδη μιλάει στην καρδιά του λαού, όπως ο ήλιος στον
ξεπαγιασμένο, το νερό στον διψασμένο, η πατρίδα στον ξενιτεμένο· όπως
κυλάει το αίμα στο κορμί. Ο Καζαντζίδης θα ζει όσο υπάρχουν άδικο κι
αδικημένοι, μπέσα και άντρες με φιλότιμο, καλά παιδιά και ερωτευμένοι,
ξενιτιά και ξεριζωμένοι· όσο η μάνα θα κάνει κουράγιο κι η αγάπη θα
περιμένει· κάθε που ένα αχ θα βγαίνει σαν κόμπος στο λαιμό ή θα τρυπάει
σαν καρφί την καρδιά· όσο τ’ «αγριολούλουδο» θ’ αντέχει στο χαλάζι κι οι
γειτονιές του κόσμου θα μεθάνε με τ’ άρωμα του «σαββατόβραδου»· όσο θα
πονάει ο πόνος και η εκμετάλλευση θ’ αλλάζει πρόσωπα, σαν τις τέσσερις
εποχές του χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου