«Πιστεύω
ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα/ πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα
πράγματα./ Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε/ Και πρέπει
να ‘χουν φως εκείνοι του ορυχείου!/ Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι./
Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!/ Ούτε ένας άνθρωπος που να μη
βασιλεύει».
Στις 12 Ιουλίου 1904, γεννήθηκε ο Χιλιανός κομμουνιστής ποιητής, Πάμπλο Νερούδα. Το απόσπασμα είναι από το ποίημα του «Ο λαός». Το δημοσιεύουμε ολόκληρο. Διαβάζεται λέξη – λέξη…
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Πάμπλο Νερούδα, μαζί με το ανεπανάληπτο έργο του «Canto General» (Γενικό Άσμα), μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ο λαός
Τον
θυμάμαι εκείνον τον άνθρωπο, κι ας μην πέρασαν/ παρά μόνο δυο αιώνες που
τον είδα./ Δεν πήγαινε με άλογο ούτε με αμάξι:/ με τα πόδια/ κατάπινε/
τις αποστάσεις/ και δεν είχε σπαθί ούτε πανοπλία/ αλλά δίχτυα στον ώμο,/
τσεκούρι, σφυρί ή φτυάρι./ Ποτέ δε χτύπησε όμοιό του:/ ο αγώνας του
ήταν ενάντια στο νερό και στη γη,/ για να ‘χει στάρι για ψωμί,/ενάντια
στο πελώριο δέντρο για να ‘χει ξύλα,//στους τοίχους για ν’ ανοίγει
πόρτες,/ στην άμμο για να χτίσει τοίχους/ και στη θάλασσα για να την
κάνει να ξεγεννάει./ Τον γνώρισα κι ακόμα δε μου σβήνεται απ’ το νου./
*
Οι χρυσές
άμαξες γίναν κομμάτια…/ ο πόλεμος γκρέμισε πόρτες και τοίχους,/ η
πολιτεία γίνηκε μια χούφτα στάχτη,/ γίνανε σκόνη τα ρούχα,/ κι αυτός για
μένα υπάρχει ακόμα,/ επιβίωσε στην άμμο,/ όταν όλα φαίνονταν
ακατάλυτα,/ εκτός από κείνον.
*
Στο
πήγαιν’ έλα κάθε φαμελιάς/ ήταν άλλοτε πατέρας μου, ή συγγενής μου,/ ή
μονάχα μπορεί και να ‘ταν…/ ή και να μην ήταν/ αυτός που δε γύρισε στο
σπίτι/ γιατί τον κατάπιε η γη ή το νερό,/ ή γιατί τον σκότωσε μια μηχανή
ή ένα δέντρο/ ή και να ‘ταν εκείνος ο πένθιμος μαραγκός/ που πήγαινε
πίσω από το φέρετρο, δίχως δάκρυα,/ τέλος κάποιος που δεν είχε όνομα,/
που τον έλεγαν μέταλλο ή ξύλο/ και που όλοι τον έβλεπαν από ψηλά/ χωρίς
να βλέπουν το μερμήγκι/ αλλά τη μερμηγκιά,/ που – όταν τα πόδια δε
σαλεύουν πια/ γιατί ο ταλαίπωρος είχε πεθάνει -/ δεν είδαν ποτέ πως δεν
τον έβλεπαν:/ υπήρχαν κιόλας άλλα πόδια εκεί που πριν/ ήταν αυτός.
*
Τα άλλα
πόδια ήταν αυτός ο ίδιος,/ και τα άλλα χέρια./ Ο άνθρωπος συνεχίζονταν:/
όταν φαινόταν φευγάτος, ξεπερασμένος,/ βρισκόταν ο ίδιος ξανά, ήταν
εκεί/ για να σκάβει τη γη,/ να κόβει το πανί, εκείνος όμως/ δίχως
πουκάμισο,/ ήταν και δεν ήταν εκεί, όπως και τότε,/ είχε φύγει και
βρισκόταν ξανά,/ κι όπως ποτέ του δεν είχε κοιμητήρι,/ ούτε τάφο, κι
ούτε τ’ όνομά του χαράχτηκε/ στην πέτρα που εκείνος ίδρωσε για να τη
σπάσει,/ ποτέ κανένας δε μάθαινε πως ξαναρχόταν,/ ποτέ κανείς δεν έμαθε
πότε πέθανε/ κι έτσι μόνο όταν ο δύστυχος το μπόρεσε,/ αναστήθηκε ξανά
απαρατήρητος.
*
Ηταν ο
άνθρωπος χωρίς αμφιβολία, χωρίς κληρονομιά/ χωρίς αγελάδα, χωρίς
σημαία,/ και δεν ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους,/ τους άλλους που ήσαν
αυτός,/ από ψηλά ήταν σταχτής σαν γη,/ ήτανε φαιός σαν το πετσί,/ ήτανε
κίτρινος θερίζοντας στάχυα,/ ήτανε μαύρος κάτω στα ορυχεία,/ ήτανε χρώμα
πέτρας στο κάστρο,/ στην τράτα είχε χρώμα παλαμίδας/ και χρώμα αλογίσιο
στο λιβάδι:/ και δεν μπορούσε κανείς να τον ξεδιακρίνει,/ αφού ήταν
αδιαχώριστος, ήταν το στοιχείο,/ γη, κάρβουνο ή θάλασσα ντυμένη
άνθρωπος.
*
Οπου
έζησε,/ αβγάταινε ό,τι άγγιζε αυτός:/ το εχθρικό λιθάρι,/ σπασμένο/ από
τα χέρια του,/ μεταβαλλόταν σε τάξη,/ και ένα – ένα σχημάτισαν/ την
κατακόρυφη λάμψη του κτιρίου/ έφτιασε το ψωμί με τα χέρια του,/ κίνησε
τους σιδηρόδρομους/ γεμίσαν οικισμούς οι αποστάσεις,/ άλλοι άνθρωποι
γεννήθηκαν,/ ήρθαν οι μέλισσες,/ και επειδή ο άνθρωπος δημιουργεί και/
πολλαπλασιάζει/ η άνοιξη περπάτησε ως την αγορά/ ανάμεσα σε ψωμάδικα και
περιστέρια.
*
Ο πατέρας
των άρτων λησμονήθηκε,/ αυτός που έκοψε, που πεζοπόρησε, τσακίζοντας/
κι ανοίγοντας χαντάκια, κουβαλώντας άμμο,/ κι όταν όλα υπήρξαν, αυτός
πια δεν υπήρχε,/ αυτός έδινε την ύπαρξή του, αυτό ήταν όλο./ Βρήκε αλλού
να δουλέψει, κι ύστερα/ πήγε να πεθάνει κυλώντας σαν βότσαλο του
ποταμού:/ τον πήρε σβάρνα ο θάνατος.
*
Εγώ, που
τον γνώρισα, τον είδα να σβήνεται/ ώσπου να απομείνει μόνο αυτό που
άφηνε:/ δρόμοι που μόλις και μπόρεσε να γνωρίσει,/ σπίτια που ποτέ, ποτέ
δε θα κατοικούσε.
*
Και γυρνάω ξανά για να τον δω, και κάθε μέρα περιμένω.
*
Τον βλέπω
στη νεκρόκασά του και αναστημένο./ Τον διακρίνω ανάμεσα σ’ όλους/ που
είναι οι όμοιοί του/ και μου φαίνεται πως δε γίνεται,
*
πως έτσι δε βγαίνουμε πουθενά,/ πως γίνοντας έτσι δεν αξίζει τον κόπο.
*
Εγώ πιστεύω ότι στο θρόνο πρέπει να βρίσκεται/ αυτός ο άνθρωπος, με καλά παπούτσια και / στέμμα.
*
Πιστεύω
ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα/ πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα
πράγματα./ Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε.
*
Και πρέπει να ‘χουν φως εκείνοι του ορυχείου!
*
Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι./ Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!/ Ούτε ένας άνθρωπος που να μη βασιλεύει.
*
Ούτε μια γυναίκα χωρίς την κορόνα της.
*
Για όλα τα χέρια γάντια χρυσά.
*
Οι καρποί του ήλιου για όλους τους σκούρους!
*
Εγώ τον
γνώρισα εκείνον τον άνθρωπο κι όταν μπόρεσα,/ όταν πια είχα μάτια στο
πρόσωπό μου,/ όταν πια είχα φωνή στο στόμα μου,/ τον αναζήτησα ανάμεσα
στους τάφους και του ‘πα/ σφίγγοντάς του το μπράτσο που δεν ήταν ακόμα:/
«Ολοι θα φύγουν, εσύ θα μείνεις ζωντανός.
*
Εσύ έφτιασες αυτό που είναι δικό σου».
*
Γι’ αυτό κανείς ας μην ανησυχεί όταν/ φαίνεται να ‘μαι μόνος μα που δεν είμαι μόνος:/ δεν είμαι με κανέναν και μιλάω για όλους.
*
Κάποιος
μ’ ακούει και δεν το ξέρουν,/ όμως εκείνοι, που γι’ αυτούς τραγουδάω και
που/ το ξέρουν/ συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο.
Μετάφραση: Δανάης Στρατηγοπούλου – Χαλκουδάκη
Πηγή: Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου