«Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τον προϋπαντήσουμε, παιδιά
στην εξοχή»
Από την άλλη τα κόμματα της... «Αριστεράς» αφού πρώτα πούλησαν στο
γιουσουρούμ της εξουσίας και της βόλεψης, ήθος, αξιοπρέπεια, συνείδηση,
αλλά και το παρελθόν τους, τώρα θα αρπάξουν τα μπουγέλα και θα
πασαλείψουν τις κάμερες με όλα τα χρώματα και με τα σάλια τους, για να
κρύψουν το ελεεινό πρόσωπο του προσκυνημένου!
Θα αναπολήσουν το αγωνιστικό παρελθόν τους και με στόμφο και καμάρι θα μας μιλήσουν για τη δικαίωση των αγώνων τους!
Κι όλα αυτά την ώρα που ξεπουλιέται η Πατρίδα μας!
Κι από ψηλά...
Οι νεκροί του 1886, του Σικάγου, που έδωσαν το (κόκκινο) αίμα τους για το οχτάωρο και τις συλλογικές συμβάσεις, θα τρίζουν τα δόντια τους βλέποντας το πισωγύρισμα σε εποχές πριν από τη δολοφονία τους!
Οι 200 εκτελεσμένοι, (πραγματικοί) κομμουνιστές, την Πρωτομαγιά του 1944 από τα ναζιστικά θηρία, θα προσπαθούν - μέσα από το συνονθύλευμα όλων αυτών που θα σπρώχνονται να τους δει η κάμερα – να ξεχωρίσουν τους αριστερούς από τους «αριστερούς», τους κομμουνιστές από τους «κομμουνιστές» και τους πατριώτες από τους «πατριώτες»!
Θα τους αγναντεύουν από ψηλά, μέχρι να τους χάσουν σε κάποιοες ψαροταβέρνες και σε ουζάδικα!
Κι ο ουρανός θα στάζει... αίμα! Κόκκινο! Το χρώμα της Πρωτομαγιάς!
Κάπου παραδίπλα, σε μια γωνιά, η πλειοψηφία της αποκαμωμένης κοινωνίας, θα βλέπει το πανηγύρι τους και θα οραματίζεται το δικό της μαύρο μέλλον, τον εφιάλτη που της ετοίμασαν!
Όσο για μας, αδέρφια, που δεν πιστεύουμε σε κόμματα, χρώματα κι αρώματα και μας πονάει η κατάντια αυτού του τόπου, ένα χρέος έχουμε απέναντι στα παιδιά μας, τις οικογένειές μας, τους φίλους μας, το βιος μας, την πατρίδα μας:
Να σφίξουμε τα δόντια, το μυαλό μας και την καρδιά μας και να μαζέψουμε τα σκόρπια κομμάτια της κοινωνίας σε μια γροθιά, παίρνοντας μαθήματα απ’ αυτούς που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις και άντεξαν, γιατί... όπως λέει ο ποιητής...
Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
Φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
Μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
Δε δίναν το ρυθμό στην καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων,
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά τη σημαία.
..................... Εμείς το δίκιο το ‘χουμε μαζί μας και το ξέρουμε.
Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
(Απόσπασμα από το «Καπνισμένο τσουκάλι», του Γ. Ρίτσου)
Του Κώστα Γιαννιώτη
dromosanoixtos
Θα αναπολήσουν το αγωνιστικό παρελθόν τους και με στόμφο και καμάρι θα μας μιλήσουν για τη δικαίωση των αγώνων τους!
Κι όλα αυτά την ώρα που ξεπουλιέται η Πατρίδα μας!
Κι από ψηλά...
Οι νεκροί του 1886, του Σικάγου, που έδωσαν το (κόκκινο) αίμα τους για το οχτάωρο και τις συλλογικές συμβάσεις, θα τρίζουν τα δόντια τους βλέποντας το πισωγύρισμα σε εποχές πριν από τη δολοφονία τους!
Οι 200 εκτελεσμένοι, (πραγματικοί) κομμουνιστές, την Πρωτομαγιά του 1944 από τα ναζιστικά θηρία, θα προσπαθούν - μέσα από το συνονθύλευμα όλων αυτών που θα σπρώχνονται να τους δει η κάμερα – να ξεχωρίσουν τους αριστερούς από τους «αριστερούς», τους κομμουνιστές από τους «κομμουνιστές» και τους πατριώτες από τους «πατριώτες»!
Θα τους αγναντεύουν από ψηλά, μέχρι να τους χάσουν σε κάποιοες ψαροταβέρνες και σε ουζάδικα!
Κι ο ουρανός θα στάζει... αίμα! Κόκκινο! Το χρώμα της Πρωτομαγιάς!
Κάπου παραδίπλα, σε μια γωνιά, η πλειοψηφία της αποκαμωμένης κοινωνίας, θα βλέπει το πανηγύρι τους και θα οραματίζεται το δικό της μαύρο μέλλον, τον εφιάλτη που της ετοίμασαν!
Όσο για μας, αδέρφια, που δεν πιστεύουμε σε κόμματα, χρώματα κι αρώματα και μας πονάει η κατάντια αυτού του τόπου, ένα χρέος έχουμε απέναντι στα παιδιά μας, τις οικογένειές μας, τους φίλους μας, το βιος μας, την πατρίδα μας:
Να σφίξουμε τα δόντια, το μυαλό μας και την καρδιά μας και να μαζέψουμε τα σκόρπια κομμάτια της κοινωνίας σε μια γροθιά, παίρνοντας μαθήματα απ’ αυτούς που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις και άντεξαν, γιατί... όπως λέει ο ποιητής...
Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
Φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
Μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
Δε δίναν το ρυθμό στην καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων,
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά τη σημαία.
..................... Εμείς το δίκιο το ‘χουμε μαζί μας και το ξέρουμε.
Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
(Απόσπασμα από το «Καπνισμένο τσουκάλι», του Γ. Ρίτσου)
Του Κώστα Γιαννιώτη
dromosanoixtos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου