Το αρχαίο ρωμαϊκό και ελληνικό δίκαιο όριζε την φυλακή ως τόπο φύλαξης
των υποδίκων μέχρι να παραπεμφούν σε δίκη. Το ίδιο ίσχυε και κατά τον
Μεσαίωνα. Η καθιέρωση της φυλακής όπως την γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή ως
τόπος εκτέλεσης ποινής είναι θεσμός σχετικά πρόσφατος και οφείλεται σε
επίδραση του κανονικού δικαίου της καθολικής εκκλησίας.
Το κανονικό δίκαιο θεωρούσε την αντικοινωνική συμπεριφορά ως έγκλημα και τον εγκληματία ως αμαρτωλό που έπρεπε να φέρει ξανά στο ίσιο δρόμο με την μόνωση και την τιμωρία. Κατά τις εκκλησιαστικές αντιλήψεις διευκολύνει την περισυλλογή και την επικοινωνία με τον Θεό. Αυτό συντελεί στο να αισθανθεί τύψεις ο αμαρτωλός, να μετανιώσει και να εξιλεωθεί. Έτσι, η σύνοδος της Beziers αποφάσισε το 1266 ότι οι καταδικασμένοι από τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες έπρεπε να υποβάλλονται σε απομόνωση την νύχτα και την ημέρα να τηρούν το κανόνα της απόλυτης σιωπής.
Οι ιδέες αυτές άρχισαν να έχουν μία ευρύτερη εφαρμογή, από τον 17ο αιώνα και πάνω στους καταδικασμένους από την λαϊκή δικαιοσύνη. Το 1690 ο Γάλλος βενεδεκτινός μοναχός Madillon δημοσίευσε το έργο του «Σκέψεις πάνω στις εκκλησιαστικές φυλακές». Μέσα από αυτό το έργο ο Madillon κατήγγειλε το απομονωτικό σύστημα υποστηρίζοντας ότι η απομόνωση δεν επιφέρει βελτίωση και εισηγείται διάφορες βελτιώσεις στο μέχρι τότε εφαρμοζόμενο τρόπο μεταχείρισης των κρατουμένων, όπως την καθιέρωση της εργασίας των κρατούμενων και των επισκέψεων σ αυτούς, καθώς και την λήψη μέτρων που ν εξασφαλίζουν τους όρους υγιεινής διαβίωσης. Επίσης, εισηγήθηκε και την εξατομίκευση των κρατουμένων.
Το έργο του Mabillon άσκησε μεγάλη επίδραση και σ αυτόν οφείλεται η ίδρυση ορισμένων προτύπων σωφρονιστικών ιδρυμάτων στα διάφορα κράτη της καθολικής Ευρώπης. Έτσι, ο Πάπας ΄Κλήμης ΧΙ ιδρύει το 1703 στη Ρώμη την φυλακή «Άγιος Μιχαήλ» προορισμένη για νεαρούς εγκληματίες, ενώ το 1735, ο Κλήμης ΧΙΙ ιδρύει στη ίδια πόλη φυλακή για γυναίκες, και ακολουθεί στη συνέχεια ίδρυση φυλακών στο Μιλάνο, στο Τορίνο και στη Βενετία. Το κίνημα αυτό εξαπλώθηκε και στις ισπανικές Κάτω Χώρες όπου έχουμε την ίδρυση της περίφημης φυλακής της Γάνδης το 1755, από τον υποκόμη Jean Vilain XIV, όπου εφαρμοζόταν το σύστημα απομόνωσης την νύχτα και της κοινοβιακής εργασίας την ημέρα.
Παράλληλα, το κίνημα για τη καθιέρωση της φυλακής εμφανίζεται και στις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν δεχθεί τον προτεσταντισμό. Στη Ολλανδία, ήδη από τον 16ο αιώνα, είχαν κάνει την εμφάνισή τους ιδρύματα εργασίας για φυγόπονους και επαίτες. Την ίδια εποχή στη Αγγλία καθιερώνονται ιδρύματα για νεαρούς εγκληματίες που ονομάζονται «bridewells» ή «house of correction» τα οποία είχαν εφήμερη δυστηχώς ύπαρξη.
Όμως, η ανάπτυξη του θεσμού της φυλακής προωθήθηκε πολύ χάρη στο έργο και στη δράση του Άγγλου John Howard. Ο Howard σ ένα ταξίδι του προς την Πορτογαλία έπεσε στα χέρια Γάλλων κουρσάρων και ρίχτηκε στις φυλακές της Βρέστης. Όταν επέστρεψε στην χώρα του, η πικρή εμπειρία που είχε δοκιμάσει ο ίδιος από την φυλακή τον έκανε να αφιερώσει την ζωή του ολόκληρη στη βελτίωση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Έτσι, το 1773, ονομάστηκε διοικητής της κομητείας του Bedford, και είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι αγγλικές φυλακές παρουσίαζαν τους ίδιους όρους αθλιότητας που χαρακτήριζαν και τις γαλλικές.
Στη προσπάθεια του να καλυτερεύσει τις ήδη υπάρχουσες αγγλικές φυλακές, ταξίδεψε σε πολλές χώρες παρατηρώντας τις φυλακές τους, και τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων του τα παρουσίασε σε ένα βιβλίο το οποίο δημοσιεύτηκε το 1777. Στο θεωρητικό πεδίο ο Howard ακολουθεί και αναπτύσσει το πνεύμα του Mabillon και διακηρύσσει την αξία της εργασίας ως μέσου σωφρονισμού των εγκληματιών. Ακόμα, μέσα στο έργο του Howard βρίσκει κανείς ένα πλήθος προτάσεων πάνω στο τρόπο οργάνωσης της φυλακής, στη επιλογή του προσωπικού, στη υγιεινή μέσα στις φυλακές που ακόμα και στη σημερινή εποχή δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεπερασμένες.
Ο ρόλος του Howard στη σωφρονιστική επιστήμη είναι πάρα πολύ σημαντικός και ανάλογος με εκείνον του Beccaria στο ποινικό δίκαιο. Γι αυτό θεωρείται ο πατέρας της σωφρονιστικής επιστήμης.
Οι αρχές που διακήρυξε η γαλλική επανάσταση και συγκεκριμένα η τοποθέτηση της ατομικής ελευθερίας στη κορυφή της αξιολογικής κλίμακας των αγαθών του προσώπου παγίωσε την στερητική ποινή της ελευθερίας σαν την σπουδαιότερη στο σύστημα των ποινικών κυρώσεων. Από τότε η φυλακή γενικεύεται σαν τόπος εκτέλεσης ποινής.
Σήμερα, η γραμμή που ακολουθείται απ τον Σωφρονιστικό κώδικα για τις ελληνικές φυλακές βρίσκεται στο άρθρο 10 που ορίζει: « Οι στερούμενοι της προσωπικής αυτών ελευθερίας κρατούνται αναλόγως του σκοπού και της διάρκειας της κρατήσεως...» και ορίζονται τα διάφορα είδη σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Ένα από τα κριτήρια διάκρισης των ιδρυμάτων είναι η διάρκεια της κράτησης. Η διάρκεια της κράτησης διακρίνει την ελαφριά από την σοβαρή εγκληματικότητα, όριο θεωρείται το 1 έτος.
Έτσι, τα σωφρονιστικά ιδρύματα διακρίνονται κατά τον κώδικα σε α) δικαστικές φυλακές: Σε αυτές εισάγονται υπόδικοι, οφειλέτες, οι καταδικασμένοι σε στερητική ποινή της ελευθερίας τους κάτω του έτους, και οι καταδικασμένοι για εγκλήματα εξ αμελείας, ανεξάρτητα διάρκειας της ποινής, β) κεντρικές φυλακές :Εισάγονται οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω, πρόσκαιρης κάθειρξης, αόριστης ή ισόβιας κάθειρξης.γ) αγροτικές φυλακές: Εισάγονται οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης άνω του έτους και πρόσκαιρης κάθειρξης ικανοί για δουλειά στη ύπαιθρο. Δυνατή είναι και η μεταγωγή στις αγροτικές φυλακές καταδικασμένων κάτω του έτους που προέρχονται από την επαρχία. Επίσης, μπορούν να μεταφερθούν στις αγροτικές φυλακές καταδικασμένοι σε ισόβια κάθειρξη μετά από 15 χρόνια παραμονής σε κεντρική φυλακή.
Η ζωή στη φυλακή, αν τη παρατηρήσει κανείς, οργανώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι έγκλειστοι κατά την διάρκεια της φυλάκισης τους να παραδειγματιστούν, να αισθανθούν τύψεις για το έγκλημα που έχουν διαπράξει, να μετανοήσουν και βγαίνοντας ξανά έξω στη κοινωνία να μπορέσουν να ζήσουν αρμονικά με τους συμπολίτες τους. Όταν λέμε λοιπόν, σωφρονιστικά συστήματα εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ζωή στη φυλακή και η μεταχείριση των εγκλείστων.
Υπάρχουν τέσσερα σωφρονιστικά συστήματα που προτάθηκαν στη σωφρονιστική θεωρία και εφαρμόστηκαν στη σωφρονιστική πρακτική. Αυτά είναι τα εξής: Α) το κοινοβιακό σύστημα Β) το απομονωτικό σύστημα Γ) το μικτό σύστημα Δ) το προοδευτικό σύστημα.
Στο κοινοβιακό σύστημα οι κατάδικοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή μεταξύ τους μέρα και νύχτα. Κοιμούνται σε μεγάλους θαλάμους πάρα πολλά άτομα μαζί, τρώνε σε κοινές τραπεζαρίες και εργάζονται σε κοινούς χώρους. Ακριβώς το αντίθετο με το κοινοβιακό σύστημα είναι το απομονωτικό. Σύμφωνα με αυτό ο κατάδικος ζει απομονωμένος σε ένα κελί, τρώει και εργάζεται. Το σύστημα αυτό αποβλέπει στην πλήρη εξαφάνιση της επικοινωνίας και των επαφών μεταξύ των καταδίκων.
Το μικτό σύστημα επιχειρεί την συνύπαρξη των 2 προηγούμενων συστημάτων και προβλέπει την απομόνωση του καταδίκου την νύχτα σε ατομικό κελί και την κοινή διαβίωση την ημέρα. Κατά την διάρκεια της ημέρας οι κατάδικοι τρώνε σε κοινές τραπεζαρίες και εργάζονται όλοι μαζί. Είναι όμως υποχρεωμένοι να τηρούν τον κώδικα της απόλυτης σιωπής, η παραβίαση του οποίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Το προοδευτικό σύστημα οφείλει την πατρότητα του στο Macconochie, ο οποίος το δοκίμασε για πρώτη φορά το 1840 στις ναυτικές φυλακές του Norfolu, ενός αγγλικού νησιού που ήταν διοικητής. Στη συνέχεια, το εφάρμοσε με επιτυχία ο Crofton στη Ιρλανδία γι αυτό και ονομάζεται ιρλανδικό σύστημα. Αυτό το σύστημα έχει σκοπό την αποφυγή του απότομου περάσματος από το καθεστώς της πλήρους στέρησης της ελευθερίας, στο καθεστώς της πλήρους ελευθερίας από την λήξη της ποινής. Γι αυτό επιχειρεί μία κλιμάκωση του χρόνου της εκτέλεσης της ποινής σε διάφορες φάσεις σταδιακής ελάφρυνσης των ορίων κράτησης.
Ελλατώματα και προτερήματα υπάρχουν και στα τέσσερα σωφρονιστικά συστήματα. Η κάθε χώρα εντάσσει στις φυλακές της, το σωφρονιστικό σύστημα που ταιριάζει περισσότερο σ αυτή, και αυτό που ειναι περισσότερο αποδεκτό στη κοινωνία της. Έτσι λοιπόν ο Ελληνικός σωφρονιστικός κώδικας χρησιμοποιεί το προοδευτικόσύστημα για την οργάνωση των φυλακών της χώρας μας.
to-paliatzidiko
Το κανονικό δίκαιο θεωρούσε την αντικοινωνική συμπεριφορά ως έγκλημα και τον εγκληματία ως αμαρτωλό που έπρεπε να φέρει ξανά στο ίσιο δρόμο με την μόνωση και την τιμωρία. Κατά τις εκκλησιαστικές αντιλήψεις διευκολύνει την περισυλλογή και την επικοινωνία με τον Θεό. Αυτό συντελεί στο να αισθανθεί τύψεις ο αμαρτωλός, να μετανιώσει και να εξιλεωθεί. Έτσι, η σύνοδος της Beziers αποφάσισε το 1266 ότι οι καταδικασμένοι από τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες έπρεπε να υποβάλλονται σε απομόνωση την νύχτα και την ημέρα να τηρούν το κανόνα της απόλυτης σιωπής.
Οι ιδέες αυτές άρχισαν να έχουν μία ευρύτερη εφαρμογή, από τον 17ο αιώνα και πάνω στους καταδικασμένους από την λαϊκή δικαιοσύνη. Το 1690 ο Γάλλος βενεδεκτινός μοναχός Madillon δημοσίευσε το έργο του «Σκέψεις πάνω στις εκκλησιαστικές φυλακές». Μέσα από αυτό το έργο ο Madillon κατήγγειλε το απομονωτικό σύστημα υποστηρίζοντας ότι η απομόνωση δεν επιφέρει βελτίωση και εισηγείται διάφορες βελτιώσεις στο μέχρι τότε εφαρμοζόμενο τρόπο μεταχείρισης των κρατουμένων, όπως την καθιέρωση της εργασίας των κρατούμενων και των επισκέψεων σ αυτούς, καθώς και την λήψη μέτρων που ν εξασφαλίζουν τους όρους υγιεινής διαβίωσης. Επίσης, εισηγήθηκε και την εξατομίκευση των κρατουμένων.
Το έργο του Mabillon άσκησε μεγάλη επίδραση και σ αυτόν οφείλεται η ίδρυση ορισμένων προτύπων σωφρονιστικών ιδρυμάτων στα διάφορα κράτη της καθολικής Ευρώπης. Έτσι, ο Πάπας ΄Κλήμης ΧΙ ιδρύει το 1703 στη Ρώμη την φυλακή «Άγιος Μιχαήλ» προορισμένη για νεαρούς εγκληματίες, ενώ το 1735, ο Κλήμης ΧΙΙ ιδρύει στη ίδια πόλη φυλακή για γυναίκες, και ακολουθεί στη συνέχεια ίδρυση φυλακών στο Μιλάνο, στο Τορίνο και στη Βενετία. Το κίνημα αυτό εξαπλώθηκε και στις ισπανικές Κάτω Χώρες όπου έχουμε την ίδρυση της περίφημης φυλακής της Γάνδης το 1755, από τον υποκόμη Jean Vilain XIV, όπου εφαρμοζόταν το σύστημα απομόνωσης την νύχτα και της κοινοβιακής εργασίας την ημέρα.
Παράλληλα, το κίνημα για τη καθιέρωση της φυλακής εμφανίζεται και στις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν δεχθεί τον προτεσταντισμό. Στη Ολλανδία, ήδη από τον 16ο αιώνα, είχαν κάνει την εμφάνισή τους ιδρύματα εργασίας για φυγόπονους και επαίτες. Την ίδια εποχή στη Αγγλία καθιερώνονται ιδρύματα για νεαρούς εγκληματίες που ονομάζονται «bridewells» ή «house of correction» τα οποία είχαν εφήμερη δυστηχώς ύπαρξη.
Όμως, η ανάπτυξη του θεσμού της φυλακής προωθήθηκε πολύ χάρη στο έργο και στη δράση του Άγγλου John Howard. Ο Howard σ ένα ταξίδι του προς την Πορτογαλία έπεσε στα χέρια Γάλλων κουρσάρων και ρίχτηκε στις φυλακές της Βρέστης. Όταν επέστρεψε στην χώρα του, η πικρή εμπειρία που είχε δοκιμάσει ο ίδιος από την φυλακή τον έκανε να αφιερώσει την ζωή του ολόκληρη στη βελτίωση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Έτσι, το 1773, ονομάστηκε διοικητής της κομητείας του Bedford, και είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι αγγλικές φυλακές παρουσίαζαν τους ίδιους όρους αθλιότητας που χαρακτήριζαν και τις γαλλικές.
Στη προσπάθεια του να καλυτερεύσει τις ήδη υπάρχουσες αγγλικές φυλακές, ταξίδεψε σε πολλές χώρες παρατηρώντας τις φυλακές τους, και τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων του τα παρουσίασε σε ένα βιβλίο το οποίο δημοσιεύτηκε το 1777. Στο θεωρητικό πεδίο ο Howard ακολουθεί και αναπτύσσει το πνεύμα του Mabillon και διακηρύσσει την αξία της εργασίας ως μέσου σωφρονισμού των εγκληματιών. Ακόμα, μέσα στο έργο του Howard βρίσκει κανείς ένα πλήθος προτάσεων πάνω στο τρόπο οργάνωσης της φυλακής, στη επιλογή του προσωπικού, στη υγιεινή μέσα στις φυλακές που ακόμα και στη σημερινή εποχή δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεπερασμένες.
Ο ρόλος του Howard στη σωφρονιστική επιστήμη είναι πάρα πολύ σημαντικός και ανάλογος με εκείνον του Beccaria στο ποινικό δίκαιο. Γι αυτό θεωρείται ο πατέρας της σωφρονιστικής επιστήμης.
Οι αρχές που διακήρυξε η γαλλική επανάσταση και συγκεκριμένα η τοποθέτηση της ατομικής ελευθερίας στη κορυφή της αξιολογικής κλίμακας των αγαθών του προσώπου παγίωσε την στερητική ποινή της ελευθερίας σαν την σπουδαιότερη στο σύστημα των ποινικών κυρώσεων. Από τότε η φυλακή γενικεύεται σαν τόπος εκτέλεσης ποινής.
Σήμερα, η γραμμή που ακολουθείται απ τον Σωφρονιστικό κώδικα για τις ελληνικές φυλακές βρίσκεται στο άρθρο 10 που ορίζει: « Οι στερούμενοι της προσωπικής αυτών ελευθερίας κρατούνται αναλόγως του σκοπού και της διάρκειας της κρατήσεως...» και ορίζονται τα διάφορα είδη σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Ένα από τα κριτήρια διάκρισης των ιδρυμάτων είναι η διάρκεια της κράτησης. Η διάρκεια της κράτησης διακρίνει την ελαφριά από την σοβαρή εγκληματικότητα, όριο θεωρείται το 1 έτος.
Έτσι, τα σωφρονιστικά ιδρύματα διακρίνονται κατά τον κώδικα σε α) δικαστικές φυλακές: Σε αυτές εισάγονται υπόδικοι, οφειλέτες, οι καταδικασμένοι σε στερητική ποινή της ελευθερίας τους κάτω του έτους, και οι καταδικασμένοι για εγκλήματα εξ αμελείας, ανεξάρτητα διάρκειας της ποινής, β) κεντρικές φυλακές :Εισάγονται οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω, πρόσκαιρης κάθειρξης, αόριστης ή ισόβιας κάθειρξης.γ) αγροτικές φυλακές: Εισάγονται οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης άνω του έτους και πρόσκαιρης κάθειρξης ικανοί για δουλειά στη ύπαιθρο. Δυνατή είναι και η μεταγωγή στις αγροτικές φυλακές καταδικασμένων κάτω του έτους που προέρχονται από την επαρχία. Επίσης, μπορούν να μεταφερθούν στις αγροτικές φυλακές καταδικασμένοι σε ισόβια κάθειρξη μετά από 15 χρόνια παραμονής σε κεντρική φυλακή.
Η ζωή στη φυλακή, αν τη παρατηρήσει κανείς, οργανώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι έγκλειστοι κατά την διάρκεια της φυλάκισης τους να παραδειγματιστούν, να αισθανθούν τύψεις για το έγκλημα που έχουν διαπράξει, να μετανοήσουν και βγαίνοντας ξανά έξω στη κοινωνία να μπορέσουν να ζήσουν αρμονικά με τους συμπολίτες τους. Όταν λέμε λοιπόν, σωφρονιστικά συστήματα εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ζωή στη φυλακή και η μεταχείριση των εγκλείστων.
Υπάρχουν τέσσερα σωφρονιστικά συστήματα που προτάθηκαν στη σωφρονιστική θεωρία και εφαρμόστηκαν στη σωφρονιστική πρακτική. Αυτά είναι τα εξής: Α) το κοινοβιακό σύστημα Β) το απομονωτικό σύστημα Γ) το μικτό σύστημα Δ) το προοδευτικό σύστημα.
Στο κοινοβιακό σύστημα οι κατάδικοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή μεταξύ τους μέρα και νύχτα. Κοιμούνται σε μεγάλους θαλάμους πάρα πολλά άτομα μαζί, τρώνε σε κοινές τραπεζαρίες και εργάζονται σε κοινούς χώρους. Ακριβώς το αντίθετο με το κοινοβιακό σύστημα είναι το απομονωτικό. Σύμφωνα με αυτό ο κατάδικος ζει απομονωμένος σε ένα κελί, τρώει και εργάζεται. Το σύστημα αυτό αποβλέπει στην πλήρη εξαφάνιση της επικοινωνίας και των επαφών μεταξύ των καταδίκων.
Το μικτό σύστημα επιχειρεί την συνύπαρξη των 2 προηγούμενων συστημάτων και προβλέπει την απομόνωση του καταδίκου την νύχτα σε ατομικό κελί και την κοινή διαβίωση την ημέρα. Κατά την διάρκεια της ημέρας οι κατάδικοι τρώνε σε κοινές τραπεζαρίες και εργάζονται όλοι μαζί. Είναι όμως υποχρεωμένοι να τηρούν τον κώδικα της απόλυτης σιωπής, η παραβίαση του οποίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Το προοδευτικό σύστημα οφείλει την πατρότητα του στο Macconochie, ο οποίος το δοκίμασε για πρώτη φορά το 1840 στις ναυτικές φυλακές του Norfolu, ενός αγγλικού νησιού που ήταν διοικητής. Στη συνέχεια, το εφάρμοσε με επιτυχία ο Crofton στη Ιρλανδία γι αυτό και ονομάζεται ιρλανδικό σύστημα. Αυτό το σύστημα έχει σκοπό την αποφυγή του απότομου περάσματος από το καθεστώς της πλήρους στέρησης της ελευθερίας, στο καθεστώς της πλήρους ελευθερίας από την λήξη της ποινής. Γι αυτό επιχειρεί μία κλιμάκωση του χρόνου της εκτέλεσης της ποινής σε διάφορες φάσεις σταδιακής ελάφρυνσης των ορίων κράτησης.
Ελλατώματα και προτερήματα υπάρχουν και στα τέσσερα σωφρονιστικά συστήματα. Η κάθε χώρα εντάσσει στις φυλακές της, το σωφρονιστικό σύστημα που ταιριάζει περισσότερο σ αυτή, και αυτό που ειναι περισσότερο αποδεκτό στη κοινωνία της. Έτσι λοιπόν ο Ελληνικός σωφρονιστικός κώδικας χρησιμοποιεί το προοδευτικόσύστημα για την οργάνωση των φυλακών της χώρας μας.
to-paliatzidiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου