Μια μέρα είχε το θράσος να μου αναγγείλει ότι
ήταν έγκυος, και μάλιστα τεσσάρων ή πέντε μηνών, και ότι ήταν δικό μου
το κατόρθωμα. Στάθηκε πλάγια και με κάλεσε να κοιτάξω την κοιλιά της.
Γδύθηκε κιόλας, χωρίς αμφιβολία για να αποδείξει ότι δεν έκρυβε ένα
μαξιλάρι
κάτω απ’ τη φούστα της, και μετά προφανώς για την καθαρή ευχαρίστηση του να γδυθεί. Είναι ίσως ένα απλό φούσκωμα, λέω, για να την καθησυχάσω. Με κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της των οποίων ξεχνώ το χρώμα, με το μεγάλο της μάτι μάλλον, γιατί το άλλο ήταν καταφανώς στραμμένο προς τα υπολείμματα του υάκινθου. Όσο πιο γυμνή ήταν, τόσο πιο έντονος ο στραβισμός της. Κοιτάξτε, είπε σκύβοντας στο στήθος της, το επιθήλιο ήδη σκουραίνει. Συγκέντρωσα τις τελευταίες μου δυνάμεις και της είπα, Ρίχτε το, ρίχτε το, έτσι δεν θα σκουρύνει άλλο. Είχε ανοίξει τις κουρτίνες για να μη χαθεί τίποτε από τις διάφορες καμπύλες της.
Είδα το βουνό, αδιαπέραστο, σπηλαιώδες, μυστικό, απ’ όπου, από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν άκουγα παρά τον αέρα, τα μικρά πουλιά και τα μακρινά μεταλλικά χτυπήματα από τα σφυριά των εργατών που δουλεύουν το γρανίτη. Τη μέρα θα έβγαινα στις ζεστές φτέρες, στα αρωματισμένα και άγρια σπάρτα, και τη νύχτα θα έβλεπα τα απομακρυσμένα φώτα της πόλης, εάν ήθελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων και των φαρόπλοιων, που ο πατέρας μου μού είχε κατονομάσει, όταν ήμουν μικρός, και των οποίων τα ονόματα θα τα ξανάβρισκα, στη μνήμη μου, εάν ήθελα, το ήξερα.
Από εκείνη την ημέρα τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, μέσα σ’ αυτό το σπίτι, για μένα, όλο και χειρότερα, όχι γιατί με παραμελούσε, δεν θα μπορούσε ποτέ να με παραμελήσει αρκετά, αλλά με την έννοια ότι ερχόταν συνέχεια να με δολοφονεί με το παιδί μας, δείχνοντάς μου την κοιλιά της και τα στήθη της, και λέγοντάς μου ότι θα γεννούσε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, το αισθανόταν που πηδούσε κιόλας. Εάν πηδάει, είπα, δεν είναι από μένα. Δεν είχα περάσει και πολύ άσχημα σ’ αυτό το σπίτι, είναι σίγουρο, δεν ήταν προφανώς το ιδεώδες, αλλά δεν υποτιμούσα και τα πλεονεκτήματα. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα άρχιζαν κιόλας να πέφτουν, φοβόμουν το χειμώνα. Δεν πρέπει να φοβάται κανείς το χειμώνα, έχει κι αυτός τις καλοσύνες του, το χιόνι που κρατάει ζέστη και χαμηλώνει τους θορύβους, και οι χλωμές μέρες του τελειώνουν γρήγορα. Αλλά δεν ήξερα ακόμη, εκείνη την εποχή, πόσο η γη μπορεί να είναι ευγενική γι’ αυτούς που δεν έχουν παρά μονάχα αυτή και πόσους τάφους μπορεί κανείς να βρει σ’ αυτή, όντως ζωντανός.
Αυτό που μ’ αποτελείωσε ήταν η γέννηση. Απ’ αυτήν ξύπνησα. Τι θα τράβαγε το παιδί. Νομίζω πως είχε μια γυναίκα μαζί της, μου φαινόταν πως άκουγα βήματα πότε πότε στην κουζίνα. Το έφερα βαρέως, να εγκαταλείψω ένα σπίτι χωρίς κανείς να με πετάξει έξω. Κύλησα πάνω απ’ την πλάτη του καναπέ, έβαλα το σακάκι μου, το παλτό μου, το καπέλο μου, δεν ξέχασα τίποτα, έσφιξα τα κορδόνια μου και άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου. ένας σωρός παλιατσαρία μου έκλεινε το πέρασμα, αλλά πέρασα σκαρφαλώνοντας, παραμερίζοντας βίαια, με τρομερό θόρυβο. Έκανα λόγο για γάμο, υπήρξε ωστόσο ένα είδος ένωσης. Θα είχα άδικο να ενοχληθώ, τα ουρλιαχτά ήταν άνευ προηγουμένου. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με ακολούθησαν έως το δρόμο. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και έστησα αυτί. Τα άκουγα πάντοτε. Εάν δεν ήξερα ότι κάποιος ούρλιαζε μέσα στο σπίτι, δεν θα τα είχα ίσως ακούσει. Αλλά ξέροντάς το, τα άκουγα καλά.
Δεν ήξερα πολύ καλά που βρισκόμουν. Έψαξα τις Άρκτους, ανάμεσα στ’ αστέρια και τους αστερισμούς, αλλά δεν μπόρεσα να τις βρω. Κι όμως θα έπρεπε να είναι εκεί. Ο πατέρας μου μού τις είχε δείξει πρώτος. Μου είχε δείξει κι άλλους αστερισμούς, αλλά, μόνος και χωρίς αυτόν, δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναβρώ παρά μόνο τις Άρκτους. Βάλθηκα να παίζω με τις κραυγές όπως περίπου είχα παίξει με το τραγούδι, προχωρώντας, σταματώντας, προχωρώντας, σταματώντας, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, χάρη στο θόρυβο των βημάτων μου. Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα ξανά, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλές, αλλά τι κι αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα πως θα σταματούσαν. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Θα μου χρειάζονταν κι άλλοι έρωτες, ίσως. Αλλά τον έρωτα, δεν τον παραγγέλνει κανείς. —
κάτω απ’ τη φούστα της, και μετά προφανώς για την καθαρή ευχαρίστηση του να γδυθεί. Είναι ίσως ένα απλό φούσκωμα, λέω, για να την καθησυχάσω. Με κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της των οποίων ξεχνώ το χρώμα, με το μεγάλο της μάτι μάλλον, γιατί το άλλο ήταν καταφανώς στραμμένο προς τα υπολείμματα του υάκινθου. Όσο πιο γυμνή ήταν, τόσο πιο έντονος ο στραβισμός της. Κοιτάξτε, είπε σκύβοντας στο στήθος της, το επιθήλιο ήδη σκουραίνει. Συγκέντρωσα τις τελευταίες μου δυνάμεις και της είπα, Ρίχτε το, ρίχτε το, έτσι δεν θα σκουρύνει άλλο. Είχε ανοίξει τις κουρτίνες για να μη χαθεί τίποτε από τις διάφορες καμπύλες της.
Είδα το βουνό, αδιαπέραστο, σπηλαιώδες, μυστικό, απ’ όπου, από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν άκουγα παρά τον αέρα, τα μικρά πουλιά και τα μακρινά μεταλλικά χτυπήματα από τα σφυριά των εργατών που δουλεύουν το γρανίτη. Τη μέρα θα έβγαινα στις ζεστές φτέρες, στα αρωματισμένα και άγρια σπάρτα, και τη νύχτα θα έβλεπα τα απομακρυσμένα φώτα της πόλης, εάν ήθελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων και των φαρόπλοιων, που ο πατέρας μου μού είχε κατονομάσει, όταν ήμουν μικρός, και των οποίων τα ονόματα θα τα ξανάβρισκα, στη μνήμη μου, εάν ήθελα, το ήξερα.
Από εκείνη την ημέρα τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, μέσα σ’ αυτό το σπίτι, για μένα, όλο και χειρότερα, όχι γιατί με παραμελούσε, δεν θα μπορούσε ποτέ να με παραμελήσει αρκετά, αλλά με την έννοια ότι ερχόταν συνέχεια να με δολοφονεί με το παιδί μας, δείχνοντάς μου την κοιλιά της και τα στήθη της, και λέγοντάς μου ότι θα γεννούσε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, το αισθανόταν που πηδούσε κιόλας. Εάν πηδάει, είπα, δεν είναι από μένα. Δεν είχα περάσει και πολύ άσχημα σ’ αυτό το σπίτι, είναι σίγουρο, δεν ήταν προφανώς το ιδεώδες, αλλά δεν υποτιμούσα και τα πλεονεκτήματα. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα άρχιζαν κιόλας να πέφτουν, φοβόμουν το χειμώνα. Δεν πρέπει να φοβάται κανείς το χειμώνα, έχει κι αυτός τις καλοσύνες του, το χιόνι που κρατάει ζέστη και χαμηλώνει τους θορύβους, και οι χλωμές μέρες του τελειώνουν γρήγορα. Αλλά δεν ήξερα ακόμη, εκείνη την εποχή, πόσο η γη μπορεί να είναι ευγενική γι’ αυτούς που δεν έχουν παρά μονάχα αυτή και πόσους τάφους μπορεί κανείς να βρει σ’ αυτή, όντως ζωντανός.
Αυτό που μ’ αποτελείωσε ήταν η γέννηση. Απ’ αυτήν ξύπνησα. Τι θα τράβαγε το παιδί. Νομίζω πως είχε μια γυναίκα μαζί της, μου φαινόταν πως άκουγα βήματα πότε πότε στην κουζίνα. Το έφερα βαρέως, να εγκαταλείψω ένα σπίτι χωρίς κανείς να με πετάξει έξω. Κύλησα πάνω απ’ την πλάτη του καναπέ, έβαλα το σακάκι μου, το παλτό μου, το καπέλο μου, δεν ξέχασα τίποτα, έσφιξα τα κορδόνια μου και άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου. ένας σωρός παλιατσαρία μου έκλεινε το πέρασμα, αλλά πέρασα σκαρφαλώνοντας, παραμερίζοντας βίαια, με τρομερό θόρυβο. Έκανα λόγο για γάμο, υπήρξε ωστόσο ένα είδος ένωσης. Θα είχα άδικο να ενοχληθώ, τα ουρλιαχτά ήταν άνευ προηγουμένου. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με ακολούθησαν έως το δρόμο. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και έστησα αυτί. Τα άκουγα πάντοτε. Εάν δεν ήξερα ότι κάποιος ούρλιαζε μέσα στο σπίτι, δεν θα τα είχα ίσως ακούσει. Αλλά ξέροντάς το, τα άκουγα καλά.
Δεν ήξερα πολύ καλά που βρισκόμουν. Έψαξα τις Άρκτους, ανάμεσα στ’ αστέρια και τους αστερισμούς, αλλά δεν μπόρεσα να τις βρω. Κι όμως θα έπρεπε να είναι εκεί. Ο πατέρας μου μού τις είχε δείξει πρώτος. Μου είχε δείξει κι άλλους αστερισμούς, αλλά, μόνος και χωρίς αυτόν, δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναβρώ παρά μόνο τις Άρκτους. Βάλθηκα να παίζω με τις κραυγές όπως περίπου είχα παίξει με το τραγούδι, προχωρώντας, σταματώντας, προχωρώντας, σταματώντας, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, χάρη στο θόρυβο των βημάτων μου. Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα ξανά, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλές, αλλά τι κι αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα πως θα σταματούσαν. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Θα μου χρειάζονταν κι άλλοι έρωτες, ίσως. Αλλά τον έρωτα, δεν τον παραγγέλνει κανείς. —
[1945]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου