Στις 31 Αυγούστου του 1932, όταν συμπληρώνονταν δέκα μόλις χρόνια από τα τραγικά εκείνα γεγονότα όλα ήταν ακόμα νωπά. Γράφουν όχι ιστορικοί αλλά εκείνοι που έζησαν την ανείπωτη τραγωδία.
Γράφουν τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ»:
«Είνε η σημερινή, η τραγικώτατη επέτειος του εμπρησμού της Σμύρνης. Το μίσος και η διαβολική μανία της καταστροφής του Ασιάτου βαρβάρου, σαν σήμερα προ δέκα χρόνων, έβαλαν φωτιά από “δεκατέσσερες μεριές” στη Σμύρνη, τη Σμύρνη την ελληνική, τη Σμύρνη την αξέχαστη, τη Σμύρνη τη χιλιοτραγουδισμένη, τη Σμύρνη μας, τη Σμύρνη μας, τη Σμύρνη μας. (…)
»Ο Νουρεδίν, βαλής της Σμύρνης, αυτός εμελέτησεν, εσχεδίασε, διέταξε τον εμπρησμόν και έκανεν ό,τι εχρειάζετο διά να υπάρξη ο εμπρησμός αυτός αποφασιστικός. (…)
»Η πολιτική, η διπλωματία, η “λήθη” των περασμένων καλά και άγια. Αλλά υπήρχε κάτι καλλίτερον και κάτι αγιώτερον από όλα αυτά. Το αίμα των ανθρώπων που εχύθη εκεί πέρα μια μέρα σαν αυτή προ δέκα χρόνων.
»Η επίσημη πολιτική μιας χώρας έχει το δικαίωμα και μάλιστα και το καθήκον να ξέρη να ξεχνά. Ημείς οι άλλοι οφείλομεν να πειθαρχούμε. Σύμφωνοι. Αλλ’ αυτό μας το καθήκον δεν σημαίνει διόλου πως πρέπει και να ξεχνάμε. (…)
»Η γενεά η δική μας, η γενεά που έζησε τη χαρά του λευτερωμού της Σμύρνης, αλλά και τον ανείπωτο πόνο της καταστροφής και του χαμού της, δεν μπορεί και ούτε πρέπει να ξεχάση. Να σφίξη την καρδιά, να δαγκώση τα χείλη, να πειθαρχήση; Ναι. Αλλά μόνον αυτά. Να ξεχάση; Ποτέ. Πώς θα μπορούσε πρώτον να ξεχάση; Και πώς δεύτερον δεν θα πρόδιδε τον πόνο της- δηλαδή ό,τι την ανυψώνει περισσότερο – αν, έστω τα κατάφερνε να λησμονήση;
»Να ξεχάσωμε; Εμείς δεν μπορούμε να ξεχάσωμε. Λοιπόν θα θυμόσαστε! Θα θυμόσατε πάντα!
Ο εμπρησμός
»Σαν σήμερα το απόγευμα, κατά τας 2 η ώρα, μυστηριωδώς ενεφανίσθη εις τη Σμύρνη η φωτιά. Από δύο – τρία σημεία. Πού πρώτα; Ποιος ξέρει; Στην Αγία Κατερίνη; Στ’ Αρμένικα; Στα Γυαλάδικα; Στο νοσοκομείο; Ποιος θα μπορούσε να το πη; Αι πληροφορίαι συγκρούονται και το πράγμα είναι ευεξήγητο, διότι οι διάφοροι αυτόπται αποδίδουν την αρχή της φωτιάς εις το σημείον που υπέπεσε πρώτον στην αντίληψι του καθενός. Αλλά τα σημεία εις τα οποία ενεφανίσθη ταυτοχρόνως η φωτιά ήσαν πολλά γιατί και το κακόν ήταν ωργανωμένον. (…)
»Ο λοχαγός κ. Παπαϊωάννου, εις το ημερολόγιόν του (…) γράφει ότι κατέστη αδύνατον να γνωσθή από πού πρώτον εξεπήδησαν αι φλόγες που έκαναν τη Σμύρνη στάχτη και περιορίζεται με λιτότητα στρατιωτικήν να γράψη τα εξής:
Την Τετάρτην το απόγευμα ήρχισεν από πολλά σημεία η πυρκαϊά της Σμύρνης, την δε νύχτα από της φλόγες εφωτίζετο ολόκληρος η Σμύρνη και ο λιμήν.
»Έτσι η Σμύρνη, “η κορώνα της Ιωνίας”, όπως λέγει ο κ. Προκοπίου εις ένα ωραίο βιβλιαράκι του – «η Σμύρνη με τους χαρούμενους χριστιανικούς μαχαλάδες της και τα ντουρσέκια της, με τα χαριτωμένα σπιτάκια της, με τα σαχνισίνια της, με τα μερακλίδικα και στολισμένα με γλάστρες μπαλκόνια της, με της είκοσι μεγάλες εκκλησίες και τα καμπαναριά της, το μουσείο και τη βιβλιοθήκη και τα σχολεία της, με την ευαγγελική της σχολή, πνευματικό φάρο της ελληνικής Μικράς Ασίας και το νοσοκομείο της, η Σμύρνη με τα πλούτη της και τα φώτα της και της ωμορφιές της, η Σμύρνη η ζηλευτή και χαριτωμένη, η γεμάτη μαγεία, η καμαρωτού, η ανοιχτόκαρδη, η φιλόξενη, η εύθυμη, η τιμημένη, η θρήσκα, η Ελληνοπούλα, η Γκιαούρ Ισμίρ, έγινε σε λίγες ώρες μια φοβερή κόλασις φωτιάς και καπνού, για να καταλήξη σε δυό μέρες ένα φρικτό καρβουναριό γεμάτο αποκαΐδια, μια πελώρια έκτασις ερειπίων και φοβεράς άσβολης από την οποίαν ανεδίδετο επί ημέρας η φρικιαστική τσίκνα καμένων σαρκών, ζώων και άνθρωπων που απετεφρώθησαν μέσα στα σπίτια φρικτά ολοκαυτώματα».
Στην προκυμαία
»Όσω για της σκηνές της φρίκης και της κολάσεως που εξετυλίχθησαν τότε, ποιος θα είχε το κουράγιο να της περιγράψη; Ποιος θα μπορούσε να δώση μίαν έστω και μόνον σχετικώτατα αξία της φρίκης, της πραγματικότητος εντύπωσι από της τραγωδίες που εξετυλίχθησαν εκείνη την Τετάρτη ιδίως, εις τους δρόμους και της συνοικίες της Σμύρνης;
»Πώς θα ήτο δυνατόν να περιγραφή η σκηνή του καταποντισμού της γκαζελίνης, της μεγάλης βενζινακάτου η οποία αναποδογύρισε υπό το βάρος του αμέτρου κόσμου των γυναικοπαίδων τα οποία διωκόμενα από τη φωτιά και το βόλι ή το φάσγανον των εμπρηστών και των σφαγέων εζητούσαν τη σωτηρία όπου μπορούσαν;
»Ποιος θα πη για της Ελληνοπούλες που ητιμάσθησαν εμπρός εις τα μάτια ανίσχυρων αδελφών ή πατέρων, για τις μάνες από της ανοιχθείσες με σκληρότατον αστσάλι κοιλιές των οποίων απεσπάσθησαν οι άωροι καρποί;
»Ποιος για τα παλληκάρια που εσφάγησαν σαν αρνιά; Ποιος για τους ιερείς που εκρεμάσθησαν; (…) Για τους γέρους που αφέθηκαν να καούν σαν ποντίκια μέσα εις τα πυρπολούμενα σπίτια, ποιος για την αγωνία των ανθρώπων που ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις τους τάφους του νεκροταφείου, διαμφισβητούντες μια γωνιά από τους σκελετούς και τα λείψανα, διότι είχε πραγματοποιηθή η φρίκη που ο λαός εικονίζει με την σπαρακτικήν επίκλησιν “εβγάτε πεθαμμένοι να μπουν οι ζωντανοί”;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου