Η κυβέρνηση βρέθηκε σε δεινή θέση, καθώς οι αποκαλύψεις για την ανοχή
της αστυνομίας και τις σχέσεις των δραστών με παρακρατικούς μηχανισμούς
διαδέχονταν η μία την άλλη
Το όνομά του Λαμπράκη συνδέθηκε με το αίτημα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και αποχουντοποίηση του κρατικού μηχανισμού
Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1963. Ο Ανένδοτος Αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου
μαίνεται ακόμα, με συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της
αντιπολίτευσης. Από την άλλη, οι σχέσεις του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα κλονίζονταν ολοένα και περισσότερο.
Πέρα από τον πολιτικό αναβρασμό, όμως, η ελληνική κοινωνία βιώνει και
άλλες αναταραχές. Ηδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950
κέρδιζε έδαφος και στη χώρα μας το παγκόσμιο κίνημα ειρήνης. Το 1955
είχε ιδρυθεί η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη
(ΕΕΔΥΕ), η οποία συνδεόταν με το παγκόσμιο δίκτυο ειρηνιστικών
οργανώσεων που τελούσε υπό την ομπρέλα του Παγκόσμιου Συμβουλίου
Ειρήνης. Μια από τις βασικές ανησυχίες της ΕΕΔΥΕ ήταν ο κίνδυνος
πυρηνικού ολοκαυτώματος, σε μια εποχή που η ευθραυστότητα της
ψυχροπολεμικής ισορροπίας γινόταν αισθητή και στην Ελλάδα: το 1957 το
Συμβούλιο της Ατλαντικής Συμμαχίας αποφάσιζε την εγκατάσταση
αμερικανικών συστημάτων μέσου βεληνεκούς σε ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, πως όλα αυτά συνέβαιναν σε μια φάση ιδιαίτερης όξυνσης του Κυπριακού, κατά την οποία η ελληνική κοινή γνώμη ήταν κάπως αποξενωμένη από τους δυτικούς της συμμάχους και δη τους Αμερικανούς.
Με πρωτοβουλία του Γρηγόρη Λαμπράκη, διοργανώθηκε η πρώτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, η οποία απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Αντιπρόεδρος της ΕΕΔΥΕ και υπέρμαχος της ύφεσης και της ειρήνης ήταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης,
αθλητής του μήκους, βαλκανιονίκης, υφηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ανεξάρτητος βουλευτής, συνεργαζόμενος με την
ΕΔΑ. Με πρωτοβουλία του, τον Απρίλιο του 1963, διοργανώθηκε η πρώτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης,
η οποία απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή. Την ημέρα της
πορείας, η αστυνομία απέκλεισε σχεδόν ολόκληρη τη διαδρομή και προχώρησε
σε περίπου 1.000 συλλήψεις. Ο μόνος που κατάφερε να κινηθεί ελεύθερα
ήταν ο Λαμπράκης, ο οποίος, αξιοποιώντας τη βουλευτική του ασυλία,
έφτασε στον Τύμβο του Μαραθώνα και ξεκίνησε μόνος του μια πορεία προς
την Αθήνα – μια πράξη γεμάτη συμβολισμούς. Αν και αργότερα εμποδίστηκε
από τις αρχές, το μήνυμά του είχε ήδη καταφέρει να ακουστεί.
Στις 22 Μαΐου του ίδιου χρόνου, ο Λαμπράκης επρόκειτο να εκφωνήσει λόγο στη Θεσσαλονίκη
σε εκδήλωση της ΕΕΔΥΕ. Εξω από τα γραφεία του Δημοκρατικού
Συνδικαλιστικού Κινήματος είχαν συγκεντρωθεί άτομα, τα οποία διαφωνούσαν
και στράφηκαν με ύβρεις εναντίον των ομιλητών. Η ένταση κορυφώθηκε όταν
το συγκεντρωμένο πλήθος αναγνώρισε τον Λαμπράκη, ο οποίος δέχθηκε χτύπημα στο κεφάλι καθώς εισερχόταν στον χώρο της εκδήλωσης,
ενώ η αστυνομία παρέμενε αμέτοχη. Από τα μεγάφωνα απηύθυνε δραματική
έκκληση, καταγγέλλοντας σχέδιο δολοφονίας και ζητώντας προστασία από τις
αρχές. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι ο εξωτερικός χώρος είχε εκκενωθεί,
παρακρατικοί και δυνάμεις της χωροφυλακής παρέμεναν εκεί. Μετά το πέρας
της εκδήλωσης και ενώ ο Λαμπράκης επιχειρούσε να περάσει απέναντι, προς
το ξενοδοχείο του, δέχθηκε δολοφονική επίθεση με τρίκυκλο από τους παρακρατικούς Σπύρο Γκοτζαμάνη και Μανώλη Εμμανουηλίδη.
Ο Λαμπράκης σωριάστηκε αιμόφυρτος στο οδόστρωμα, ενώ παρευρισκόμενοι
πολίτες ακινητοποίησαν τους δράστες, καθώς η αστυνομία δεν επενέβη. Ο
Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ, όπου, παρά τις προσπάθειες των γιατρών,
κατέληξε πέντε ημέρες αργότερα.
Η κοινή γνώμη αντέδρασε με οργή, ενώ η κηδεία του στην Αθήνα μετατράπηκε σε τεράστια αντικυβερνητική διαδήλωση.
«Η σορός του βουλευτού Γρ. Λαμπράκη μετεφέρθη χθες εκ Θεσσαλονίκης
σιδηροδρομικώς εις Αθήνας, και εναπετέθη εις το παρεκκλήσιον του Αγίου
Ελευθερίου, όπου θα εκτεθή μέχρι της εκφοράς, η οποία θα γίνη δαπάνη της
Βουλής των Ελλήνων, εκ του Μητροπολιτικού Ναού σήμερον την 4ην μ.μ.
Ούτε κατά μήκος της διαδρομής, ούτε κατά την άφιξιν της αμαξοστοιχίας το
μεσονύκτιον εις Αθήνας εσημειώθησαν επεισόδια», έγραφε η «Καθημερινή»
στο πρωτοσέλιδο της 28ης Μαΐου. «Αι αστυνομικαί δυνάμεις της
πρωτευούσης, ως και η διοίκησις χωροφυλακής τελούν από της πρωΐας χθες
εις αυστηράν επιφυλακήν, απηγορεύθη δε οιαδήποτε εν υπαίθρω
συγκέντρωσις, προ ή μετά την κηδεία. Τα περί επιφυλακής και του στρατού
διεψεύσθησαν».
Δεκάδες χιλιάδες συνόδευσαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη στην τελευταία του κατοικία
Η κοινή γνώμη αντέδρασε με οργή. Η κηδεία του στην Αθήνα μετατράπηκε σε τεράστια αντικυβερνητική διαδήλωση.
«Αι μυριάδες λαού που είχε κατακλύσει τα πεζοδρόμια έρραινε την
νεκροφόρον με ερυθρά γαρύφαλλα, τα οποία είχον διανεμηθή προηγουμένως
εις τα πλήθη υπό νεαρών οπαδών της ΕΔΑ, και του συνδέσμου “Ράσσελ”.
Επίσης, κατά την διέλευσιν της πομπής, πλήθος γυναικών εις την θέαν του
φερέτρου εξέσπαν εις λυγμούς. Ευθύς μετά την εκκίνησιν τα μέλη του
Συνδέσμου Ράσσελ εκρατήθησαν από τας χείρας και εσχημάτισαν ζώνην
εκατέρωθεν της πομπής. Ούτω ετηρήθη σχετικώς η τάξις έως την πλατείαν
Συντάγματος. Εκεί όμως το πλήθος διέσπασε την αστυνομικήν ζώνην,
περιέβαλεν ασφυκτικώς τη νεκροφόρον και ηκολούθησε την πομπήν μέχρι του
νεκροταφείου. Το ίδιον επανελήφθη και κατά την διέλευσιν της πομπής εκ
των οδών Φιλελλήνων, Αμαλίας, Βουλιαγμένης και Αναπαύσεως, όπου επίσης
ανέμενε μέγα πλήθος λαού. Ούτω, όταν η πομπή έφθασε εις την Πύλην του Α’
Νεκροταφείου, ηκολουθείτο υπό επιβλητικού όγκου λαού ο οποίος δυσκόλως
συνεκρατήθη υπό των αστυνομικών και των μελών του Συνδέσμου Ράσσελ.
»Χαρακτηριστικόν καθ’ όλην την διαδρομήν ήτο ότι το πλήθος
επανελάμβανε συνεχώς τα προαναφερθέντα συνθήματα και έψαλλε τον εθνικόν
ύμνον. Σποραδικώς και υπό μικροομάδων ερρίπτοντο συνθήματα όπως: “Δεν
περνά ο φασισμός”, “Κάτω οι δολοφόνοι” κ.ά. Οι ιθύνοντες συνίστων
διαρκώς εις τα πλήθη να ψάλλουν μόνον τον εθνικόν ύμνον», ανέφερε η
«Καθημερινή».
Ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας χειρίστηκαν την υπόθεση Λαμπράκη με αυστηρότητα και ανεξαρτησία.
Η κυβέρνηση Καραμανλή βρέθηκε σε δεινή θέση, καθώς οι αποκαλύψεις για
την ανοχή της αστυνομίας και τις σχέσεις των δραστών με παρακρατικούς
μηχανισμούς, που σε πολλές περιπτώσεις δρούσαν με τη συνεργασία ή και
την κάλυψη του κράτους, διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας
χειρίστηκαν την υπόθεση Λαμπράκη με αυστηρότητα και ανεξαρτησία. Με
επιμονή και μεθοδικότητα, ανέδειξαν την ύπαρξη οργανωμένου παρακρατικού
κυκλώματος και υπόγειων σχέσεων μεταξύ των δραστών και στελεχών της
Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης. Οι αποκαλύψεις οδήγησαν σε
παραιτήσεις ανώτατων αξιωματούχων και στην αποπομπή του αρχηγού της
Χωροφυλακής, συνταράσσοντας τον κρατικό μηχανισμό.
Ωστόσο, στην πολύκροτη δίκη του 1966, το κατηγορητήριο κατά των
φυσικών αυτουργών κατέρρευσε εν μέρει. Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης καταδικάστηκαν μόνο για πρόκληση θανατηφόρου σωματικής βλάβης,
ενώ η κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση δεν έγινε δεκτή. Οι
περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους αφέθηκαν ελεύθεροι, γεγονός που
προκάλεσε νέες αντιδράσεις.
Η υπόθεση Λαμπράκη άφησε βαθύ αποτύπωμα στην πολιτική ζωή της χώρας.
Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του, ιδρύθηκε η νεολαία Λαμπράκη, με
ηγέτη τον Μίκη Θεοδωράκη. Το όνομά του συνδέθηκε με το
αίτημα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και την αποχουντοποίηση του
κρατικού μηχανισμού. Το σύνθημα «Ζει», που εμφανίστηκε στους τοίχους και
στις πορείες εκείνων των ημερών, συνοψίζει τη σημασία της μνήμης του ως
συμβόλου αγώνα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
πηγη kathimerini.gr
μονταζ teo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου