αφετέρου βέβαια ήταν ένα είδος συμβολικής απεικόνισης για τους αθάνατους νεκρούς
των πολεμικών αγώνων που δεν βρέθηκαν ποτέ..
Στην Ελλάδα η ιδέα για ανέγερση Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη αποφασίστηκε
το 1926. Τότε με απόφαση του Υπουργού Στρατιωτικού προκηρύχθηκε καλλιτεχνικός
διαγωνισμός «διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις
την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλος προς τούτο
διαρρυθμιζομένην». Το βραβείο απονεμήθηκε κατά πλειοψηφία στην μελέτη του
αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη.
Η θέση του Μνημείου είχε αποφασιστεί από τον Θ. Πάγκαλο
προκειμένου στο κτίριο των παλαιών ανακτόρων να στεγαστεί το Υπουργείο
Στρατιωτικών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929 παραμερίζει τις διαφωνίες που είχαν
δημιουργηθεί από την πρόταση Πάγκαλου. Προκρίνει
την ανέγερση στην Πλατεία Ανακτόρων θεωρώντας ότι το μνημείο πρέπει να είναι
στο κέντρο της πόλης όπως το αντίστοιχο της
Γαλλίας. Στην αγόρευσή του στην Βουλή τονίζει ότι η θυσία του αγνώστου στρατιώτη
αποτελούσε τη βάση της Δημοκρατίας. Έτσι ο συσχετισμός του μνημείου με το
Σύνταγμα και τη Βουλή (είχε ήδη μεταφερθεί τότε στα Παλαιά Ανάκτορα) υποδείκνυε
την θυσία του αγνώστου στρατιώτη για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Με δεδομένο
ότι το Σύνταγμα ορίζει την καθολική στράτευση των ανδρών, δηλαδή το καθήκον
υπεράσπισης της πατρίδας.
Η επιτροπή ανεγέρσεως είχε δώσει όλη την ευθύνη κατασκευής
στον αρχιτέκτονα Ε. Λαζαρίδη. Αρχικά είχε συνεργαστεί με τον γλύπτη Θ.
Θωμόπουλο που είχε προτείνει ως κεντρικό γλυπτό την παράσταση γιγαντομαχίας
όπου μια μορφή αγγέλου, που θα συμβόλιζε την Ελλάδα, θα παραλάμβανε στοργικά
τον νεκρό στρατιώτη. Παρά την αρχική συμφωνία με τον Θωμόπουλο, ο Λαζαρίδης τον
παραμερίζει από το έργο εξαιτιας χρηματικής τους ασυμφωνίας. Τελικά η επιτροπή ανεγέρσεως
το 1930 εγκρίνει νέα πρόταση, αυτή του «οπλίτη εκτάδην κειμένου» και την
χαρακτηρίζει ταιριαστή επειδή προσδίδει ηρεμία και απλότητα. Την σύνθεση είχε
αναλάβει πλέον ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ.
Το έργο είναι ένα ανάλημμα σχήματος Π από λαξευμένους
πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Το γλυπτό βρίσκεται στο βάθος και κεντρικά του
όλου έργου και χαρακτηρίζεται από απλότητα στην αναπαράστασή του. Σε
παραλληλόγραμμο πλαίσιο, αναφορά σε αρχαία σαρκοφάγο, παριστάνεται μια γυμνή
ανδρική μορφή ξαπλωμένη σε κάποια έξαρση του εδάφους. Ο νεκρός πολεμιστής στο
αριστερό χέρι κρατάει κυκλική αψίδα. Στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος με το
πρόσωπο δοσμένο από τα πλάγια να θυμίζει αρχαίο νόμισμα. Η απόδοση του σώματος
του νεκρού από τον καλλιτέχνη δίνει την εντύπωση στο θεατή ότι ο στρατιώτης
αναπαύεται ζωντανός, έτοιμος να σηκωθεί. Το θέμα κερδίζει εκφραστικότητα με
λιτότητα και δύναμη των μορφών και την πειστικότητα του συνόλου.
Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί επιγράμματα
από τον Επιτάφιο του Θουκιδίδη («Μια κλίνη κενή φέρεται εστρωμμένη των αφανών»
- «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος»). Στο μέσο του κενοταφίου χαράχτηκε με
μικρότερα γράμματα η φράση «Εις αφανή στρατιώτη». Στους πελεκημένους πωρόλιθους
του τοίχου είναι χαραγμένα, δίπλα σε 16 μεταλλικές ασπίδες, τα ονόματα τόπων
που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο Ελληνικός Στρατός στην νεότερη ιστορία. Στα αριστερά
της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α` Βαλκανικού Πολέμου. Στο κέντρο του
μνημείου και στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες μάχες του Β`
Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ενώ στα δεξιά της σύνθεσεις
συγκρούσεις του Α` Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού
στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των
μαχών του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και
αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων το 1994
προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος».
Τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη έγιναν
την 25η Μαρτίου 1932 από τον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο με συμμετοχή
πολλών ξένων αντιπροσωπειών και μεγάλη παρέλαση. Τότε μεταφέρθηκε και φως από
το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας για την αφή της ακοίμητης καντήλας που βρίσκεται
στο μέσο του κενοταφίου. Αμέσως την τιμητική φύλαξη του μνημείου ανέλαβε
ειδικός στρατιωτικός λόχος. Με την επάνοδο του Βασιλεία Γεωργίου ο λόχος
ονομάστηκε Βασιλική Φρουρά. Ενώ από το 1974 ονομάστηκε επίσημα Προεδρική Φρουρά.
Πλέον έχει την ευθύνη της εικοσιτετράωρης τιμητικής φύλαξης του Μνημείου από
στρατεύσιμους που φέρουν εθνικές ενδυμασίες και αποδίδουν της αρμόζουσες τιμές στους
νεκρούς.
Με την δημιουργία του γλυπτού διαμορφώθηκε και όλος ο χώρος της
πλατείας μπροστά από την Βουλή. Έτσι δόθηκε μνημειακός χαρακτήρας σε όλη την
έκταση της πλατείας που κατασκευάστηκε. Οι χωματουργικές εργασίες είχαν
κρατήσει μεγάλο διάστημα. Δεδομένου ότι
υπήρχε υψομετρική διαφορά αλλά και δυσκολία στην επεξεργασία του πωρόλιθου. Έτσι απαιτήθηκε περισσότερος
χρόνος αλλά και ειδικοί τεχνίτες από την Γαλλία. Το γεγονός αυτό ανέβαζε πολύ το κόστος
κατασκευής και ήδη είχαν δημιουργηθεί πολλά αρνητικά σχόλια που τόνιζαν τις σπατάλες
την στιγμή δύσκολης κατάστασης για την χώρα. Ακόμα και το σωματείο το γλυπτών είχε αφήσει
υπόνοιες για μυστικές συμφωνίες και «απευθείας αναθέσεις». Ιδιαίτερη αίσθηση
είχε προκαλέσει το γεγονός ότι οι μεταλλικές ασπίδες και τα κύπελλα θυμιάματος
ενώ ήταν προγραμματισμένο να χυτευτούν στην Ελλάδα τελικά κατασκευάστηκαν στο
Παρίσι με τετραπλάσια τιμή από την αρχική…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου