Στις 2 Αυγούστου
1990 το Ιράκ εισέβαλε και κατέλαβε το Κουβέιτ. Σχεδόν αμέσως
σχηματίστηκε μια συμμαχική δύναμη 35 κρατών, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και
υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία απελευθέρωσε το Κουβέιτ στις 27 Φεβρουαρίου
1991. Αυτός είναι με δυο λόγια ο Α' Πόλεμος του Κόλπου (Περσικού), η
«Μητέρα όλων των Μαχών» για τον ηγέτη του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, η
«Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου», σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία.
Ήταν ο πρώτος τηλεοπτικός πόλεμος της ιστορίας, αφού χάρις στο CNN μπήκε
σε κάθε σπίτι κι έγινε τηλεοπτικό θέαμα.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του δεκαετούς ιρανο-ιρακινού πολέμου και των χαμηλών τιμών του πετρελαίου. Όταν το Κουβέιτ ανακοίνωσε την αύξηση της παραγωγής του κατά 40%, το Ιράκ ξεσήκωσε τον κόσμο ότι οι γείτονές του κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση κι έτσι κλέβουν το δικό του πετρέλαιο. Ήταν η αφορμή για την εισβολή και την κατάληψη του μικροσκοπικού εμιράτου από το Ιράκ, που πάντα το θεωρούσε τμήμα της επικράτειάς του. Ο Σαντάμ προχώρησε στο εγχείρημά του, πιστεύοντας ότι έχει την ανοχή των Αμερικανών, αφού, όπως αποκάλυψαν αργότερα οι New York Times, σε συνάντησή του με την αμερικανίδα πρεσβευτή στη Βαγδάτη Έιπριλ Γκιλέσπι, αυτή δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη διαμάχη Ιράκ - Κουβέιτ.
Μέσα σε λίγες ώρες από την εισβολή των Ιρακινών στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας και πέτυχαν την έκδοση της Απόφασης 660, με την οποία καταδικαζόταν η εισβολή και αξιωνόταν η απόσυρση των ιρακινών δυνάμεων (3 Αυγούστου 1990). Ανάλογη απόφαση πήρε και ο Αραβικός Σύνδεσμος την ίδια μέρα, ενώ στις 6 Αυγούστου με νεώτερη απόφασή του (661) το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ. Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις στη Σαουδική Αραβία, φοβούμενες νέα εισβολή του Ιράκ στην πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα του κόσμου, με την οποία είχε διαφορές.
Στις 29 Νοεμβρίου 1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας άναψε το «πράσινο φως» για στρατιωτική επέμβαση στο Κουβέιτ, δίνοντας προθεσμία έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 στο Ιράκ να αποσύρει τις δυνάμεις του από το εμιράτο. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ δια του Υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ συγκροτούσαν μία στρατιωτική δύναμη από 35 χώρες για να επιβάλλουν με τη χρήση βίας τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Την αποτελούσαν όλες οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αραβικά κράτη και η Ελλάδα, που απέστειλε μία φρεγάτα στον Κόλπο και παρείχε στρατιωτικές διευκολύνσεις κυρίως με τη Βάση της Σούδας.
Μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1991 που έληγε το τελεσίγραφο του ΟΗΕ έγιναν κάποιες χλωμές ειρηνευτικές προσπάθειες, αλλά προσέκρουσαν στην άρνηση του Ιράκ, που ήθελε να εξαργυρώσει τη δική του αποχώρηση από το Κουβέιτ με την απόσυρση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα συριακά και παλαιστινιακά εδάφη. Ο Σαντάμ επεδίωκε να φανεί ως ήρωας στα μάτια των Αράβων. Στις 12 Ιανουαρίου 1991 ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος έλαβε από το Κογκρέσο την εξουσιοδότηση για την ανάμιξη των αμερικανικών δυνάμεων στον επικείμενο πόλεμο, με αρκετούς εθνοπατέρες να διαφωνούν (52 - 47 στη Γερουσία και 250 - 183). Οι πληγές του Βιετνάμ δεν είχαν επουλωθεί ακόμα.
Τις παραμονές του πολέμου η Συμμαχία είχε αναπτύξει στον Κόλπο μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με όπλα νέας τεχνολογίας, τα λεγόμενα «έξυπνα» όπλα, για χειρουργικά πλήγματα ακριβείας. Με αρχηγό τον αμερικανό στρατηγό Νόρμαν Σβάρτζκοπφ, η συμμαχική δύναμη αριθμούσε 1.000.000 στρατιώτες, 1.820 αεροσκάφη, 3.318 τανκς, 8 αεροπλανοφόρα και μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Στην αντίπερα όχθη, ο Σαντάμ είχε στη διάθεσή του 260.000 μάχιμους άνδρες και άλλους 800.000 σε εφεδρεία, 649 αεροσκάφη και 5.000 τανκς. Η υπεροχή των συμμαχικών δυνάμεων υπερτερούσε ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά.
Τα ελικόπτερα «Απάτσι» έδωσαν το σύνθημα της επίθεσης στις 2:38 π.μ. ώρα Βαγδάτης της 17ης Ιανουαρίου 1991, καταστρέφοντας εγκαταστάσεις ραντάρ των Ιρακινών. Ακολούθησαν συνεχείς έξοδοι πολεμικών αεροσκαφών, που βομβάρδισαν αεροδρόμια και στρατηγικούς στόχους. Την ίδια στιγμή, η Βαγδάτη βομβαρδιζόταν με πυραύλους «Τόμαχοουκ» και η εικόνα αυτή έκανε το γύρο του κόσμου μέσω του CNN. Πέντε ώρες μετά την πρώτη συμμαχική επίθεση, ο Σαντάμ Χουσεΐν σε ραδιοφωνικό μήνυμά του διακήρυττε ότι «η μεγάλη μάχη, η μητέρα όλων των μαχών ξεκίνησε. Η αυγή της νίκης πλησιάζει».
Την πρώτη εβδομάδα των αεροπορικών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής υποδομής του Ιράκ είχε καταστραφεί. Σχεδόν ανέπαφη έμεινε μόνο η πολεμική αεροπορία και αυτό γιατί μετακόμισε στο γειτονικό Ιράν. Πονοκέφαλο για τους Συμμάχους αποτελούσαν οι πύραυλοι «Σκουντ», οι οποίοι, παρότι απαρχαιωμένης τεχνολογίας, έκαναν τη δουλειά τους. Την πρώτη βραδιά της επίθεσης έπληξαν το Ισραήλ και προκάλεσαν τον θάνατο δύο ατόμων και πολλές ζημιές. Ήταν μια προσπάθεια του Σαντάμ να βγάλει το Ισραήλ στον πόλεμο και να διασπάσει τη Συμμαχία, που είχε στις τάξεις της και αραβικές χώρες. Στις 25 Φεβρουαρίου έπληξαν μια αμερικανική στρατιωτική βάση στη Σαουδική Αραβία και προκάλεσαν το θάνατο 28 στρατιωτικών.
Μετά την επιτυχία των εναέριων επιθέσεων ήλθε η σειρά των χερσαίων επιχειρήσεων για την ανακατάληψη του Κουβέιτ. Διήρκεσαν μόλις 100 ώρες (24 - 27 Φεβρουαρίου 1991), προς μεγάλη έκπληξη των αμερικανών στρατιωτικών, δείγμα της ανυπαρξίας της πολυδιαφημισμένης στρατιωτικής μηχανής του Σαντάμ. Στο διάστημα αυτό οι χερσαίες δυνάμεις των Συμμάχων απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και έφθασαν 240 χιλιόμετρα από τη Βαγδάτη.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του δεκαετούς ιρανο-ιρακινού πολέμου και των χαμηλών τιμών του πετρελαίου. Όταν το Κουβέιτ ανακοίνωσε την αύξηση της παραγωγής του κατά 40%, το Ιράκ ξεσήκωσε τον κόσμο ότι οι γείτονές του κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση κι έτσι κλέβουν το δικό του πετρέλαιο. Ήταν η αφορμή για την εισβολή και την κατάληψη του μικροσκοπικού εμιράτου από το Ιράκ, που πάντα το θεωρούσε τμήμα της επικράτειάς του. Ο Σαντάμ προχώρησε στο εγχείρημά του, πιστεύοντας ότι έχει την ανοχή των Αμερικανών, αφού, όπως αποκάλυψαν αργότερα οι New York Times, σε συνάντησή του με την αμερικανίδα πρεσβευτή στη Βαγδάτη Έιπριλ Γκιλέσπι, αυτή δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη διαμάχη Ιράκ - Κουβέιτ.
Μέσα σε λίγες ώρες από την εισβολή των Ιρακινών στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας και πέτυχαν την έκδοση της Απόφασης 660, με την οποία καταδικαζόταν η εισβολή και αξιωνόταν η απόσυρση των ιρακινών δυνάμεων (3 Αυγούστου 1990). Ανάλογη απόφαση πήρε και ο Αραβικός Σύνδεσμος την ίδια μέρα, ενώ στις 6 Αυγούστου με νεώτερη απόφασή του (661) το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ. Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις στη Σαουδική Αραβία, φοβούμενες νέα εισβολή του Ιράκ στην πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα του κόσμου, με την οποία είχε διαφορές.
Στις 29 Νοεμβρίου 1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας άναψε το «πράσινο φως» για στρατιωτική επέμβαση στο Κουβέιτ, δίνοντας προθεσμία έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 στο Ιράκ να αποσύρει τις δυνάμεις του από το εμιράτο. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ δια του Υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ συγκροτούσαν μία στρατιωτική δύναμη από 35 χώρες για να επιβάλλουν με τη χρήση βίας τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Την αποτελούσαν όλες οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αραβικά κράτη και η Ελλάδα, που απέστειλε μία φρεγάτα στον Κόλπο και παρείχε στρατιωτικές διευκολύνσεις κυρίως με τη Βάση της Σούδας.
Μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1991 που έληγε το τελεσίγραφο του ΟΗΕ έγιναν κάποιες χλωμές ειρηνευτικές προσπάθειες, αλλά προσέκρουσαν στην άρνηση του Ιράκ, που ήθελε να εξαργυρώσει τη δική του αποχώρηση από το Κουβέιτ με την απόσυρση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα συριακά και παλαιστινιακά εδάφη. Ο Σαντάμ επεδίωκε να φανεί ως ήρωας στα μάτια των Αράβων. Στις 12 Ιανουαρίου 1991 ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος έλαβε από το Κογκρέσο την εξουσιοδότηση για την ανάμιξη των αμερικανικών δυνάμεων στον επικείμενο πόλεμο, με αρκετούς εθνοπατέρες να διαφωνούν (52 - 47 στη Γερουσία και 250 - 183). Οι πληγές του Βιετνάμ δεν είχαν επουλωθεί ακόμα.
Τις παραμονές του πολέμου η Συμμαχία είχε αναπτύξει στον Κόλπο μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με όπλα νέας τεχνολογίας, τα λεγόμενα «έξυπνα» όπλα, για χειρουργικά πλήγματα ακριβείας. Με αρχηγό τον αμερικανό στρατηγό Νόρμαν Σβάρτζκοπφ, η συμμαχική δύναμη αριθμούσε 1.000.000 στρατιώτες, 1.820 αεροσκάφη, 3.318 τανκς, 8 αεροπλανοφόρα και μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Στην αντίπερα όχθη, ο Σαντάμ είχε στη διάθεσή του 260.000 μάχιμους άνδρες και άλλους 800.000 σε εφεδρεία, 649 αεροσκάφη και 5.000 τανκς. Η υπεροχή των συμμαχικών δυνάμεων υπερτερούσε ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά.
Τα ελικόπτερα «Απάτσι» έδωσαν το σύνθημα της επίθεσης στις 2:38 π.μ. ώρα Βαγδάτης της 17ης Ιανουαρίου 1991, καταστρέφοντας εγκαταστάσεις ραντάρ των Ιρακινών. Ακολούθησαν συνεχείς έξοδοι πολεμικών αεροσκαφών, που βομβάρδισαν αεροδρόμια και στρατηγικούς στόχους. Την ίδια στιγμή, η Βαγδάτη βομβαρδιζόταν με πυραύλους «Τόμαχοουκ» και η εικόνα αυτή έκανε το γύρο του κόσμου μέσω του CNN. Πέντε ώρες μετά την πρώτη συμμαχική επίθεση, ο Σαντάμ Χουσεΐν σε ραδιοφωνικό μήνυμά του διακήρυττε ότι «η μεγάλη μάχη, η μητέρα όλων των μαχών ξεκίνησε. Η αυγή της νίκης πλησιάζει».
Την πρώτη εβδομάδα των αεροπορικών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής υποδομής του Ιράκ είχε καταστραφεί. Σχεδόν ανέπαφη έμεινε μόνο η πολεμική αεροπορία και αυτό γιατί μετακόμισε στο γειτονικό Ιράν. Πονοκέφαλο για τους Συμμάχους αποτελούσαν οι πύραυλοι «Σκουντ», οι οποίοι, παρότι απαρχαιωμένης τεχνολογίας, έκαναν τη δουλειά τους. Την πρώτη βραδιά της επίθεσης έπληξαν το Ισραήλ και προκάλεσαν τον θάνατο δύο ατόμων και πολλές ζημιές. Ήταν μια προσπάθεια του Σαντάμ να βγάλει το Ισραήλ στον πόλεμο και να διασπάσει τη Συμμαχία, που είχε στις τάξεις της και αραβικές χώρες. Στις 25 Φεβρουαρίου έπληξαν μια αμερικανική στρατιωτική βάση στη Σαουδική Αραβία και προκάλεσαν το θάνατο 28 στρατιωτικών.
Μετά την επιτυχία των εναέριων επιθέσεων ήλθε η σειρά των χερσαίων επιχειρήσεων για την ανακατάληψη του Κουβέιτ. Διήρκεσαν μόλις 100 ώρες (24 - 27 Φεβρουαρίου 1991), προς μεγάλη έκπληξη των αμερικανών στρατιωτικών, δείγμα της ανυπαρξίας της πολυδιαφημισμένης στρατιωτικής μηχανής του Σαντάμ. Στο διάστημα αυτό οι χερσαίες δυνάμεις των Συμμάχων απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και έφθασαν 240 χιλιόμετρα από τη Βαγδάτη.
Ο Τζορτζ Μπους στη Σαουδική Αραβία
Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους κήρυξε κατάπαυση του πυρός και ο πόλεμος έλαβε τέλος (27 Φεβρουαρίου
1991). Στην απορία πολλών γιατί δεν κατέλαβε τη Βαγδάτη για να
ανατρέψει τον Σαντάμ Χουσεΐν, ο πατήρ Μπους απάντησε ότι ήθελε να
κρατήσει ζωντανή τη Συμμαχία και δεν επιθυμούσε περαιτέρω ανθρώπινες
απώλειες, που θα ήταν αχρείαστες. Άλλωστε και η εντολή που είχε από τον
ΟΗΕ ήταν να απελευθερώσει μόνο το Κουβέιτ. Η ανατροπή του Σαντάμ θα ήταν
έργο του γιου του, στον Β' Πόλεμο του Κόλπου (2003).
Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν μικρές (358 νεκροί, 776
τραυματίες και 41 αιχμάλωτοι) και πολύ μεγάλες για τους Ιρακινούς
(25.000 νεκροί στρατιωτικοί, 100.000 άμαχοι, 75.000 τραυματίες και
63.000 αιχμάλωτοι). Ο Α' Πόλεμος του Κόλπου είχε τις εξής συνέπειες:- Απελευθέρωση του Κουβέιτ.
- Μεγάλες απώλειες και καταστροφές σε Ιράκ και Κουβέιτ.
- Κούρδοι και Σιίτες γνώρισαν στη συνέχεια μεγάλη καταπίεση από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.
- 400.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν από το Κουβέιτ ως συνεργάτες των ιρακινών εισβολέων (ανάμεσά τους και μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων).
- Κυρώσεις κατά του Ιράκ από τον ΟΗΕ.
- Το αμερικανικό γόητρο ανυψώθηκε για πρώτη φορά μετά το Βιετνάμ.
- Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία έγινε μόνιμη στην περιοχή.
- Κόστισε 61,1 δισεκατομμύρια δολάρια .Οι Αμερικανοί κατέβαλαν τα 9 δισεκατομμύρια και οι Σύμμαχοι τα υπόλοιπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου