θ

Translate

3.12.23

Πάνος Γαβαλάς - Αυτόφωτος στο λαϊκό τραγούδι

Ο Γαβαλάς υπήρξε μία από τις με
γαλύτερες προσωπικότητες στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Σοβαρός και απόμακρος στη δουλειά του. Δεν του άρεσε η προβολή. Οι συνεντεύξεις που έδωσε όλα αυτά τα χρόνια είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ως τραγουδιστής υπήρξε κορυφαίος. Με τη βαθιά, μεστή φωνή του και τις ανεπανάληπτες ερμηνείες του έμεινε παντοτινός.Το ύφος του ήταν ξεχωριστό και προσωπικό• δημιούργησε σχολή. Στην εποχή της μεγάλης ακμής του υπήρξαν τραγουδιστές που τον μιμήθηκαν και πολλοί που διδάχθηκαν από τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας του. Ο μύθος του δεν στηρίχθηκε στους μεγάλους συνθέτες. Παρ’ ότι τους τραγούδησε. Αντιθέτως, η πορεία του έχει έντονο το στίγμα μιας αυτόφωτης προσωπικότητας που υπερβαίνει τα είδη και τους δημιουργούς, αφού και ο ίδιος υπήρξε τραγουδοποιός με ταλέντο.
Γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1926 στο Παγκράτι, στην περιοχή της Γούβας. Ο πατέρας του ήταν από τη Φολέγανδρο και η μητέρα του από την Ικαρία. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε στα παιδικά του χρόνια, με μια φυσαρμόνικα που έπαιζε στους προσκόπους, και λίγο μετά με τις χαβάγιες, με τις οποίες έκανε προπολεμικά καντάδες. Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και βρέθηκε στο τμήμα διασκέδασης, όπου τραγουδούσε τα αγωνιστικά τραγούδια, «Εμπρός ΕΛΑΣ-ΕΛΑΣ για την Ελλάδα…» κ.λ.π. Το 1945 άνοιξε τσαγκαράδικο στην Καισαριανή, ενώ, ταυτόχρονα δούλευε και σε μια ταβέρνα που είχε παλιότερα ο πατέρας του στο Παγκράτι. Την έκλεισαν όμως, γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος: «μαζεύονταν μέσα αριστεροί». Τότε πρωτόπιασε την κιθάρα και με δυο-τρεις φίλους του από την ίδια περιοχή έκανε ένα μικρό συγκρότημα. Τα άλλα παιδιά αυτού του πρώτου μικρού συγκροτήματος συνέχισαν κάνοντας μια μικρή καριέρα σε ταβέρνες, ενώ ο Πάνος Γαβαλάς ακολούθησε το λαϊκό τραγούδι. Παντρεύτηκε νωρίς, το 1948, με τη Ζωή Μουστάκη, και έναν χρόνο μετά απέκτησαν τον γιο του Γιάννη. Δύσκολες εποχές. Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, φτώχεια, ανέχεια. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην οικογένειά του το πρωί δούλευε τσαγκάρης, ψαράς, κουρέας, ηλεκτροσυγκολλητής και φορτοεκφορτωτής (παλιότερα) και το βράδυ έπαιζε σε μικρά λαϊκά ταβερνάκια. Έτσι πορεύτηκε τα πρώτα χρόνια, δύσκολα, στερημένα, όπως άλλωστε έζησαν και οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνης της γενιάς.


Το 1950 και ο Τσιτσάνης
Παίζοντας κιθάρα, μπουζούκι και τραγουδώντας στο πνεύμα της εποχής ακολούθησε τον δρόμο του λαϊκού τραγουδιού στο οποίο κυριαρχούσαν οι φωνές του Πρόδρομου Τσαουσάκη και του Σταύρου Τζουανάκου. Το 1950 βρέθηκε ως μπουζουξής στο πάλκο του κέντρου Φαληρικόν το οποίο -ασκώντας μεταξύ άλλων τότε και το επάγγελμα του ψαρά- προμήθευε με ψάρια. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος τον πήγε στην Columbia και έπαιξαν μαζί σε κάποιες από τις ιστορικές ηχογραφήσεις με τον Τσαουσάκη, τη Νίνου και την Μπέλλου. Για την ιστορία παραθέτω κάποια από τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στα τέλη εκείνης της χρονιάς, στα οποία έπαιξαν μπουζούκια ο Β. Τσιτσάνης με τον Πάνο Γαβαλά. Στρώσε μου να κοιμηθώ με τους Τσαουσάκη, Ρ. Ντάλλια, Το όνειρο της αδελφής με τους Μαρ. Νίνου, Πρ. Τσαουσάκη, Β. Τσιτσάνη, Η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της με τους Τσιτσάνη, Πρ. Τσαουσάκη, Ρ. Στάμου, Το παράπονο του ξενητεμένου (Σαν απόκληρος γυρίζω) με τη Σωτ. Μπέλλου, Μες στο κελί μου ξάγρυπνος με τον Πρ. Τσαουσάκη, και άλλα. Με τον Βασίλη Τσιτσάνη ξαναμπήκε στην αίθουσα φωνοληψίας της Columbia τον Φεβρουάριο του 1956. Ως τραγουδιστής πλέον, ερμηνεύοντας τις συνθέσεις του Τσιτσάνη Κατάδικος για πάντα και Κέρνα με πόνε, κέρνα με. Βαριά τραγούδια, στο πνεύμα της νέας εποχής που ερμηνευτικά διαμορφωνόταν από τις φωνές του Στ. Καζαντζίδη, του Π. Γαβαλά και του Β. Περπινιάδη.

Στάσου στο 14 & Σιγανοψιχάλισμα
Το ξεκίνημά του στη δισκογραφία ως τραγουδιστής έγινε τον Απρίλιο του 1954 με τα τραγούδια του Κώστα Καπλάνη Το άδικο και Ζωή σερέτισσα. Τη χρονιά αυτή φωνογράφησε μόνο επτά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν την επιτυχία εκείνη που θα τον επέβαλε άμεσα στη δισκογραφία, και έτσι το κλίμα εκ μέρους της εταιρείας δεν ήταν και το καλύτερο απέναντί του. Ίσως γι’ αυτό θυμότανε και ανάφερε σε κάποια συνέντευξή του: «Τα πρώτα εφτά τραγούδια που είπα σε δίσκο δεν πιάσανε, και με πετάξανε ενάμισι χρόνο έξω από την εταιρεία». Το 1955, όμως, ακολούθησαν οι συνεργασίες του με τον Γερ. Κλουβάτο, τον Μπ. Μπακάλη και τον Απόστολο Καλδάρα που αντέστρεψαν κατά κάποιον τρόπο αυτό το εις βάρος του κλίμα. Με τον Απόστολο Καλδάρα είχε μια εκτεταμένη συνεργασία, τόσο στους δίσκους όσο και στα κέντρα. Το 1955 συνεργάστηκαν μαζί στο κέντρο Θείος, που βρισκόταν στην περιοχή του Βλάχου στα σύνορα Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας και Μεταμόρφωσης, με το συγκρότημα Καλδάρα, Τσαουσάκη και τον Μιχάλη Μενιδιάτη (Καλογράνη) στο ξεκίνημά του. Στην περίοδο αυτή, 1955-56, τραγούδησε περί τα δεκατέσσερα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα, ανάμεσά τους και το χαρακτηριστικό Στάσου στο 14, σε στίχους Κ. Βίρβου, που μαζί με το Σιγανοψιχάλισμα, την πρώτη δική του σύνθεση σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη «Τσάντα», υπήρξαν οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του. Έτυχε να ηχογραφηθούν μαζί την ίδια ημέρα, την 1ης Οκτωβρίου 1956, σημαδεύοντας έτσι μια οριακή στιγμή και στροφή της καριέρας του. Την εποχή που έκανε το Σιγανοψιχάλισμα έπαιζε σε ένα μαγαζί στου Ζωγράφου που λεγόταν Γαρδένια. Από εκεί ξεκίνησε η ιστορία του τραγουδιού που, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, τον «καταδίκασε». Τον καθιέρωσε και τον «καταδίκασε» στην επιτυχία και τον «ανταγωνισμό» στην πρώτη γραμμή του λαϊκού τραγουδιού για 30 χρόνια. Μεγάλη επιτυχία και ένα από τα διαχρονικότερα και ομορφότερα τραγούδια της δεκαετίας του ’50.

Το 1959 & Οι γλάροι
Με τον Νίκο Μεϊμάρη, που έγραψε τους Γλάρους, γνωρίζονταν από την Καισαριανή, όπου ο Γαβαλάς είχε τσαγκαράδικο. Απέναντι, στην άλλη γωνία, ο Νίκος Μεϊμάρης είχε κουρείο. Και όπως οι μουσικές παρέες και τα όργανα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της μυθολογίας αυτών των ιδιαίτερων χώρων της παλιάς συνοικίας, έτσι κι εκεί υπήρχαν κρεμασμένα διάφορα έγχορδα μουσικά όργανα που περίμεναν το μαγικό άγγιγμα στις χορδές τους. Στο κουρείο του Μεϊμάρη, όπου πεταγόταν καθημερινά από απέναντι τις ελεύθερες στιγμές του ο Πάνος Γαβαλάς, γράφτηκαν οι Γλάροι, το Πόσο μου ’χεις λείψει, το Τριαντάφυλλο έχεις βάλει στα μαλλιά σου, και τ’ άλλα τραγούδια της συνεργασίας τους. Ήταν χρυσή εποχή για το λαϊκό τραγούδι, που σημαδεύτηκε από τα αθάνατα αυτά τραγούδια. Η εισαγωγή των Γλάρων αποτέλεσε το χαρακτηριστικό ηχητικό σήμα των διαφημιστικών εκπομπών της Odeon-Parlophone και μετέπειτα Minos, που ακούγονταν στο ραδιόφωνο για δεκαετίες. Από την άλλη, η Columbia-His Masters Voice-Capitol είχε για σήμα της την εισαγωγή από τη Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη στην εκτέλεση με τον Καζαντζίδη. Τα θρυλικά μεθυστικά τραγούδια του 1959. Οι γλάροι, Μάγισσα Θεσσαλονίκη, Φεύγω γεια σου-γεια σου, Χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε. Εκεί ο Γαβαλάς έπιασε την κορυφή, απ’ την οποία δεν κατέβηκε μέχρι το τέλος, και μαζί με τον Καζαντζίδη, τον Περπινιάδη και τον Αγγελόπουλο έφτιαξαν την πρώτη θρυλική τετράδα του λαϊκού τραγουδιού.
Η καθιέρωση
Είχε φτιάξει, πλέον, το δικό του ξεχωριστό ύφος. Οι ερμηνείες του γοήτευαν και οι εμφανίσεις του στα κέντρα έκαναν λίγο λίγο γνωστή την μποέμ φιγούρα με το προσεγμένο ντύσιμο και το «αυστηρό», σοβαρό προφίλ που έγινε πιο γνωστό από τις κατοπινές εμφανίσεις στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1960 εμφανίστηκε στην Τριάνα του Χειλά μαζί με την Πόλυ Πάνου και την Έφη Λίντα, και στον Φάρο του Τζίμη μαζί με την Ούλα Μπάμπα, τον Χρηστάκη και τον Χάρη Λεμονόπουλο. Το 1961 εμφανίστηκε στο κέντρο Νταίζη στην ακτή Ποσειδώνος σ’ ένα πρόγραμμα που ονομάστηκε οι Άσσοι του Λαϊκού Τραγουδιού, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, την Έφη Λίντα και τον Αντώνη Ρεπάνη. Την ίδια χρονιά βρέθηκε ξανά στην Τριάνα του Χειλά μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη, την Πόλυ Πάνου και τον Γιάννη Καραμπεσίνη, καθώς και στο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Στράτο Διονυσίου και τη Ρία Κούρτη. Τα δισκάκια της Odeon-Parlophone πλήθαιναν στα τζουκ-μποξ και στα πικ-απ στις γειτονιές της Αθήνας και της ελληνικής περιφέρειας, όταν στα τέλη του 1961 μεταπήδησε στην Columbia-His Masters Voice στην οποία βρέθηκαν και οι φωνές που τον σιγοντάρησαν όλα αυτά τα χρόνια, η Βούλα Γκίκα και η Ρία Κούρτη, με την οποία συνδέθηκε καλλιτεχνικά μέχρι το τέλος. Το πέρασμά του στην Columbia έγινε θριαμβευτικά με το Φύγε κι άσε με (Η χαριστική βολή) στο οποίο σιγόντο έκανε η σύζυγός του, Ζωή Παναγιώτου, όπως αναγραφόταν στις ετικέτες των δίσκων, και η οποία είχε σιγοντάρει και τον Στέλιο Καζαντζίδη στα πρώτα του τραγούδια, το 1952-53, ως Ζωή Γαβαλά. Το 1962 συνεργάστηκε με την Καίτη Γκρέυ στο Πανόραμα στο Αιγάλεω μαζί με την άρτι αφιχθείσα εξ Αμερικής Σεβάς Χανουμ, και αργότερα στου Περιβόλα με το συγκρότημα του Γιάννη Παπαϊωάννου. Το 1962 εμφανίστηκε για πρώτη φορά και στο ελληνικό σινεμά, στην ταινία Ορφανή σε ξένα χέρια, πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη, με το τραγούδι Όσο με μαλώνεις. Την επόμενη χρονιά, στην ταινία Το κάθαρμα, με σενάριο τον Nίκoυ Φώσκολου, σκηνοθεσία του Κώστα Ανδρίτσου και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και την Μάρω Κοντού, μαζί με τη Ρία Κούρτη τραγούδησαν το Κάθε λιμάνι και καημός, του Γιώργου Κατσαρού και του Πυθαγόρα, που έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Το 1964 ψηφίστηκε από τους χιλιάδες αναγνώστες του περιοδικού Ντομινό ως ο πιο δημοφιλής λαϊκός τραγουδιστής και βραβεύτηκε με το «Χρυσό μικρόφωνο» της χρονιάς. Εμφανίστηκε στο κέντρο Βεντέτα (Αχαρνών 77) μαζί με τη Ρία Κούρτη, τον Στράτο Διονυσίου, τη Λέλα Παπαδοπούλου, με μαέστρο τον Μηνά Πορτοκάλη, και στο πάλκο της ταβέρνας του Φαρέα, στη θρυλική κινηματογραφική Λόλα του Ντίνου Δημόπουλου, με πρωταγωνιστές τον Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη, τραγούδησε το Όνειρο δεμένο στο μουράγιο, του Σταύρου Ξαρχάκου, σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα. Από τις αρχές μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε έναν βασικό κορμό μουσικών κοντά του που αποτελούσαν οι: Σπύρος Λιώσης και Αντ. Κατινάρης μπουζούκια, Βασ. Βασιλειάδης ακορντεόν και βιολί ο Τάσος Κουλούρης, με τον οποίο έγραψαν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα: Φύγε κι άσε με, Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο, Μακριά μου να φύγεις, Δεν με πονάς, δεν μ’ αγαπάς κ.ά.

1966 Βεντέττα
Τον Δεκέμβριο του 1965 έλυσε τη συνεργασία του με την Columbia και ανεξαρτητοποιήθηκε δισκογραφικά με τη δημιουργία της εταιρείας Βεντέττα. Για τα χρόνια εκείνα ο Γιάννης Γαβαλάς θυμάται: «Ο καθένας από τους μεγάλους τραγουδιστές δημιούργησε με τον τρόπο του, όπως και ο καθένας πολεμήθηκε με τον τρόπο του, γιατί η δισκογραφία τότε έβγαζε πολλά λεφτά. Γίνανε βιομηχανίες από τη δισκογραφία και τους καλλιτέχνες. Κυκλοφόρησαν βαπόρια. Δούλεψε πάρα πολύς κόσμος στις πλάτες αυτών των ανθρώπων. Οι λαϊκοί τραγουδιστές είχαν μεγάλες διαφορές σε πωλήσεις από όλους τους άλλους. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 τέσσερεις καλλιτέχνες προσπάθησαν να κάνουν την επανάστασή τους στη δισκογραφία και να τα βάλουνε με τους Εγγλέζους -όπως τους λέγαμε τότε- και τα μεγάλα κεφάλαια. Οι τέσσερεις αυτοί ήταν: ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, ο Μπιθικώτσης και η Πόλυ Πάνου, που ήταν όλο το λαϊκό τραγούδι. Αυτό ήταν το λαϊκό τραγούδι εκείνης της εποχής, καλώς ή κακώς. Ξεκίνησαν να κάνουν μια εταιρεία ελληνική, αλλά το καταλάβανε οι άλλοι και σπείρανε τα ζιζάνια, όπως γίνεται σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πρώτος απ’ όλους αποσύρθηκε ο Μπιθικώτσης και υπέγραψε με την Columbia ξανά. Μετά ο Καζαντζίδης, που είναι μια ολόκληρη ιστορία και μια συζήτηση που δεν είναι της στιγμής. Δεν υπέγραψε, βέβαια, με αυτούς τους κολοσσούς, αλλά αργότερα έκανε δική του εταιρεία, τη Standard. Και έτσι ξεκινήσαμε εμείς, με 50% ιδιοκτησία δική μου και 50% του Στέλιου του Πελαγίδη, του άντρα της Πόλυς Πάνου εκείνη την εποχή, και κάναμε τη Βεντέττα. Κυκλοφορήσαμε τους πρώτους δισκους, 45άρια, στη μία πλευρά Γαβαλάς-στην άλλη Πόλυ Πάνου. Ξεκινήσαμε με ένδεκα νούμερα στην αγορά, με δύο καλλιτέχνες βασικά. Στα ένδεκα αυτά νούμερα υπήρχε ένα σόλο τραγούδι που έχει πει η Ρία Κούρτη και ένας δίσκος ενός παλιού συνεργάτη του πατέρα μου που δεν είχε, τότε, πού να κοιμηθεί, του Χρηστάκη, με τη Γάτα και το Έμαθα πως είσαι μάγκας, απ’ την πίσω πλευρά. Αυτοί ήταν οι πρώτοι ένδεκα δίσκοι που κυκλοφόρησαν και η παραγωγή ήταν δική μου. Γινότανε χαμός. Δεν προλαβαίναμε. Έρχονταν τα μαγαζιά στα γραφεία της εταιρείας και με το που ξεφόρτωνε το φορτηγό τους δίσκους που μας έφερνε από το εργοστάσιο δεν προλαβαίναμε ούτε τιμολόγια να κόψουμε, πετάγανε τους δίσκους μέσα και φεύγανε. Σκοτώνονταν. Την ίδια εποχή η Columbia για να κάνει αντιπερισπασμό στον Γαβαλά κυκλοφόρησε είκοσι πέντε τραγούδια. Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά κ.ά., και δεν φτάνει αυτό, μας σταματάει να μας τυπώνει δίσκους. Ερχότανε ο Λαμπρόπουλος εμένα και μου τα ’λεγε. Καμμιά φορά την ιστορία εσείς οι νέοι θα τη μάθετε μόνο από τον Τάκη τον Λαμπρόπουλο. Εάν μιλήσει αυτός. Εάν δεν μιλήσει αυτός, την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού δεν θα τη μάθετε ποτέ. Εγώ, λοιπόν, σου λέω αυτό που μού ’λεγε: «πες του πατέρα σου να βάλει μυαλό. Να έρθει στην Κολούμπια. Θα καταστραφεί εκείνος, θα καταστραφούμε κι εμείς». Έτσι κι έγινε. Και ο Λαμπρόπουλος έχασε την εταιρεία, και ο Γαβαλάς καταστράφηκε οικονομικά. Εκείνη η χρονιά, πάντως, ήτανε η χρονιά του. Το βλέπαμε στο σπίτι. Υπήρχε ενθουσιασμός. Καθότανε και δούλευε, έγραφε. Τα τραγούδια αυτά, τα περισσότερα είναι δικά του. Έπαιρνε και μουσικούς που τους είχε στην ορχήστρα του και τους έβαζε και στη δισκογραφία με δικές τους συνθέσεις, όπως τον Βασίλη Βασιλειάδη, τον Θανάση Πολυκανδριώτη κ.ά. Η Βεντέττα ξεκίνησε το ’66, εκεί έβγαλε γύρω στα 20 τραγούδια, και μετά από ένα εξάμηνο απεχώρησε. Από εκεί και πέρα μέχρι το 1971 η Βεντέττα λειτούργησε με την Πόλυ Πάνου. Εμείς το 1967 κάναμε τη Sonata».
Καλοκαίρι 1966
Ο Γιάννης Σταματίου, ή Σπόρος, είχε μια μικρή συνεργασία μαζί του στις αρχές του ’50 σε ένα μικρό κέντρο στην Καισαριανή, και το 1955 έπαιξε μπουζούκι στα τραγούδια Γονείς που θρέφετε παιδιά, Το ποτήρι είν’ ο γιατρός, Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, Απόψε είσαι για φιλί, Το παλληκάρι που ’σβησε και Στο πικραμένο δειλινό. Ακόμη θυμάται το 1966, όταν είχε επιστρέψει από την Αμερική και εμφανιζόταν στο Παγκόσμιο με τη Μαρινέλλα, ότι ο Πάνος Γαβαλάς είχε πολύ μεγάλο σουξέ στην Τριάνα του Χειλά. Το καλοκαίρι του 1966 ο Βασίλης Χειλάς πήρε, τότε, και το Παγκόσμιο, τη σημερινή Φαντασία, και έφτιαξε ένα πρόγραμμα με τους Γ. Μουζάκη, Γ. Βογιατζή, Τ. Βαβάτσικο, Άντζ. Ζήλεια, Μεταξόπουλο και Φοντάνα στο χορευτικό και ήθελε τον Γαβαλά στη λαϊκή ώρα. Ο Γαβαλάς, όμως, δεν δέχθηκε και έτσι ο Χειλάς, φοβούμενος ότι μπορεί να τον χάσει και από το χειμερινό πρόγραμμα στην Τριάνα, άνοιξε δίπλα καινούργιο μαγαζί ειδικά για τον Γαβαλά!

Sonata 1967-1972
Το 1967 εμφανίστηκε στην Τριάνα μαζί με τη Ρία Κούρτη, την Πόπη Πόλλυ και την ορχήστρα τού Μηνά Πορτοκάλη. Το 1968 στην καλοκαιρινή Βεντέτα, του Στέλιου Μπαμπακιά στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στις Τζιτζιφιές, με τον Μπάμπη Τσετίνη και τον Γιώργο Νταλάρα. Το 1969 στο Φαληρικόν, με τον Βαγγέλη Περπινιάδη και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1970 στον Γαλαξία, Λιοσίων 260, και αργότερα στο Χρυσό Βαρέλι. Το 1971στο Μαξίμ, μαζί με τον Αντώνη Ρεπάνη, και το 1972 στο Πρόσωπο Νο 2, μαζί με τον Χρήστάκη.
Η Sonata άνοιξε το 1967 και λειτούργησε μέχρι το 1972. Μια πενταετία γεμάτη δίσκους και επιτυχίες σ’ ένα εγχείρημα που, τελικά, δεν μπόρεσε να αντέξει στην πίεση των καταστάσεων (κασετοπειρατεία) και των μεγάλων εταιρειών που έδεναν τους συνθέτες με αποκλειστικά συμβόλαια με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χώρος για ελεύθερες συνεργασίες. Μπορεί ο Γαβαλάς να μην είχε τη δυνατότητα να συνεργαστεί με τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα και όλους τους άλλους βασικούς συνθέτες της εποχής, κατάφερε όμως να επιβιώσει καλλιτεχνικά με τη δική του προσωπικότητα, ανακαλύπτοντας νέα ταλέντα, αλλά και γράφοντας ο ίδιος τραγούδια. Η Sonata μπορεί να ήταν μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία που δεν άντεξε στον ανταγωνισμό των μεγαθηρίων της εποχής, είχε όμως την εικόνα μιας εταιρείας νοικοκυρεμένης που λειτουργούσε από ανθρώπους οι οποίοι ήξεραν από μέσα και καλά την υπόθεση τραγούδι. Στη Sonata έγραψε τα πρώτα του τραγούδια ο Θανάσης Πολυκανδριώτης που αποκαλούσε τον Γαβαλά πνευματικό του πατέρα. Ένα τραγούδι του, το Ζηλεύω-ζηλεύω, είχε στη μια όψη του το πρώτο δισκάκι της εταιρείας. Εκεί εμφανίστηκαν ξανά ονόματα χαμένα από την εποχή του ρεμπέτικου, όπως του Στέλιου Κερομύτη, του Μιχ. Γενίτσαρη, του Γ. Ροβερτάκη και του Γιάννη Κυριαζή. Τα μπουζούκια των ηχογραφήσεων ήταν όλα πρώτης γραμμής: Ζαφειρίου, Πολυκανδριώτης, Παλαιολόγου, Νικολόπουλος κ.ά. Στη Sonata έκανε την πρώτη και τη δεύτερη καριέρα του ο Χρηστάκης, με τραγούδια που μέχρι σήμερα πουλάνε πολλές χιλιάδες αντίτυπα. Εκεί έδωσαν το «παρών» τραγουδιστές όπως ο Ανδρέας Ζακυνθινάκης, ο Κώστας Κόλλιας, ο Δημ. Ξανθάκης, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και ο Κώστας Σκαφίδας. Εκεί έγραψαν ο Αντ. Ρεπάνης, ο Σπ. Ζαγοραίος, ο Γ. Κοινούσης, ο Δ. Γκούτης, το στιχουργικό δίδυμο του Καζαντζίδη Ατραΐδης-Βασιλόπουλος, και άλλοι. Εκεί έγιναν αρκετά από τα νεότερα σουξέ του ίδιου του Γαβαλά. Γλυκέ μου τύραννε, Συγχαρητήρια, Μου σπάσανε τον μπαγλαμά, Έτσι είναι πάντα μ’ ένα αντίο, Πήρε φωτιά μια καρδιά, Καημό μες στην καρδούλα μου και άλλα τραγούδια που αναδείκνυαν τις διαφορετικές πτυχές και τεχνικές ενός σπουδαίου τραγουδιστή που μπορούσε να είναι το ίδιο πειστικός και απόλυτος στις ερμηνείες του, τόσο στο βαρύτερο ρεμπέτικο όσο και στο πιο ρομαντικό και μπελκάντο τραγούδι. Η εταιρεία έκλεισε, τελικά, το 1972.
Στο σταυροδρόμι
Μετά το κλείσιμο της Sonata έφυγε για εμφανίσεις στην Αμερική. Για να βγάλει τα σπασμένα και να πληρώσει τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Το 1974 εμφανίστηκε στο Όνειρο, στην εθνική Αθηνών-Λαμίας, μαζί με τη Ρία Κούρτη. Τα κέντρα άρχισαν να ανεβαίνουν, ξανά, όπως στα χρόνια του ’50, προς τα βόρεια. Για δύο δεκαετίες η Εθνική έζησε την ακμή της. Ο Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη τραγούδησαν και στη νέα Πίνδο, του Αλεξανδριανού, στη λεωφόρο Τατοΐου, στο ύψος της Μεταμόρφωσης. Μέχρι και το 1980-’81 εμφανίστηκε κυρίως στο Όνειρο, στο Πανόραμα και στη Λατρεία, στην Αχαρνών. Οι εποχές είχαν αλλάξει. Δεν υπήρχε ο ίδιος ενθουσιασμός. Ακόμη και το 1975 που επέστρεψε δισκογραφικά στη Minos, όπως θυμάται ο Γιάννης Γαβαλάς, δεν ήθελε να επιστρέψει: «Δεν ήθελε να επιστρέψει και στην ουσία δεν τον ήθελαν και εκείνοι, γιατί ήταν το μαύρο πρόβατο. Δεν τον ήθελαν κι αυτό αποδείχθηκε, γιατί όταν έκανε αυτό τον δίσκο με τη Δοκιμασία και ο δίσκος άρχισε να κάνει πωλήσεις τον σταμάτησαν από την κυκλοφορία. Πάλι συνεργασία του πατέρα μου με έναν άνθρωπο που δούλευε μαζί του, τον Κώστα Σταματάκη. Υπάρχουν άνθρωποι που μου τον ζητάνε ακόμη αυτό τον δίσκο. Κι εκεί το κατάλαβε πια και έτσι αποχώρησε. Μετά τού κόπηκε το κουράγιο, δεν ξανάγραψε, αρρώστησε κιόλας, βέβαια». Την τελευταία περίοδο συνεργάστηκε αποκλειστικά με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Βαγγέλη Ατραΐδη, με τους οποίους έκαναν μαζί τέσσερεις δίσκους, όλους στη Music Box, απ’ τους οποίους βγήκαν τραγούδια όπως το Σταυροδρόμι, το Σήκω κάτσε, το Τίποτα τίποτα, σε μουσική και στίχους του Γαβαλά, το Ένας σταθμός, και άλλα. Κάποιες από τις τελευταίες εμφανίσεις του έγιναν στη Νεράιδα, όπου τραγουδούσαν ο Φίλιππος Νικολάου, η Νέλλη Γκίνη και η Χριστίνα. Ήταν μια εποχή που γίνονταν μάχες για τη μαρκίζα, και ο Γαβαλάς ήταν αρκετά βαρύς για να ασχολείται με τόσο ελαφριά θέματα. Είχε βαρεθεί. Άλλωστε, τραγουδούσε ασταμάτητα 35 χρόνια. Πόσο μπορεί να αντέξει σε αυτές τις συνθήκες ένας άνθρωπος; Και η υγεία του είχε επιβαρυνθεί και, βεβαίως, δεν υπήρχε ο ανάλογος ενθουσιασμός. Το 1982 τραγούδησε και στον Λυκαβηττό σε κάποιες συναυλίες που οργάνωνε τότε το περιοδικό Ντέφι. Το 1986, έπειτα από την προτροπή και την επιμέλεια του Γιώργου Κοντογιάννη, ηχογράφησε στη Λύρα τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο Μια Ανάσα. Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά σε αρκετές χιλιάδες κόσμου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε μια συναυλία-αφιέρωμα στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι που έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 12ου Φεστιβάλ ΚΝΕ Οδηγητή. Ο Γιάννης Γαβαλάς θυμάται: «Έμεινε πιστός στις παραδόσεις, δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ κομματικά, όπως δεν με επηρέασε ποτέ πολιτικά. Έλεγε “είσαστε άνθρωποι, θα καταλάβετε μόνοι σας τι πρέπει να κάνετε”, αλλά μια συμπάθεια την είχε. Τελευταία, που ήταν άρρωστος, δεν τον άφηνα να πάει στο συγκεκριμένο φεστιβάλ. Του έλεγα «πώς θα πας;» Αφού ήτανε για εγχείρηση, για αφαίρεση λάρυγγα. “όχι”, μου έλεγε, “θα πάω”. Και πήγε. Πήγε γιατί ενδεχομένως θυμότανε τα νιάτα του». Εκείνη την εποχή έφτιαξε και ένα μαγαζί, στο 23o χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα Goody’s, το οποίο δεν πρόλαβε να λειτουργήσει. Το έφτιαχνε για τα γεράματά του. Για να συναντιέται εκεί με τους φίλους του, να πίνουνε το κρασί τους και να λένε τα τραγούδια τους. Δεν πρόλαβε. Έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου 1988.

Όνειρο δεμένο στο μουράγιο
Ήταν ένα από τα τραγούδια-σταθμούς το οποίο, όμως, ο Γαβαλάς δεν ήθελε να το πει. Για το τραγούδι αυτό ο γιος του, Γιάννης Γαβαλάς, θυμάται: «Η μουσική του τραγουδιού τού άρεσε πάρα πολύ, ήταν του Στ. Ξαρχάκου, και οι στίχοι ήταν του Βαγγέλη Γκούφα, ο οποίος ήτανε διανοούμενος, συγγραφέας. Εξαιρετικός. Είχαμε πάει στο στούντιο της Φίνος Φιλμ, στα Μελίσσια. Εμείς ήμασταν στην κονσόλα ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ο Φιλοποίμην Φίνος, ο Ξαρχάκος, ο Γκούφας, εγώ και ο Κωνσταντόπουλος που ήταν ο τεχνικός ήχου. Το τραγούδι τού το έδειχνε ο Ζαμπέτας. Όταν διάβασε τον στίχο ο πατέρας μου γυρίζει και λέει του Ζαμπέτα, νομίζοντας ότι το μικρόφωνο του στούντιο είναι κλειστό και ότι δεν ακούμε εμείς στο κοντρόλ, “δεν το λέω το τραγούδι, τι βλακείες είναι αυτές που έχει γράψει εδώ, ποιος τα ’χει γράψει αυτά;” Ο Ζαμπέτας, πανέξυπνος άνθρωπος, έχει πάρει χαμπάρι ότι εμείς τον ακούμε και γυρίζει και του λέει: “Ρε συ, Παναγιώτη, γιατί; Μια χαρά είναι το τραγούδι, τι έχει;” Καθότανε στην καρέκλα ο πατέρας μου κι ο Ζαμπέτας ήτανε όρθιος και του ’παιζε τη μελωδία. “Έλα εδώ, ρε Γιώργο”, του λέει, Όνειρο δεμένο στο μουράγιο, πόρτα μου κλεισμένη στον νοτιά, κι ο βοριάς τι έγινε;”, του λέει, “η ανατολή, η δύση, δεν έχουν αέρα; Μόνο ο νοτιάς είναι; Έκανα τον πόνο μου κουράγιο, το καταλαβαίνω, έσφιξα την καρδιά μου γιατί είμαι στο νησί, γιατί αφήνω τη μάνα μου, την οικογένειά μου ή την αγαπητικιά μου και φεύγω για να ζήσω. Στην αγάπη μου έβαλαν φωτιά, ποιοι έβαλαν φωτιά στην αγάπη μου;” Εκεί πάνω είπε ότι δεν έβγαζε νόημα και ότι δεν το έλεγε το τραγούδι. Ε, τότε στέγνωσαν όλοι επάνω. Ο Φίνος έλεγε: “Δεν μας το λέει ο Γαβαλάς, θα καταστραφώ”, ο Λαμπρόπουλος δεν μίλαγε καθόλου… Η αιτία, τελικά, που το είπε αυτό το τραγούδι ήταν ο Ζαμπέτας. Γυρίζει, λοιπόν, ο Ζαμπέτας και του λέει: “Ρε συ, Παναγιώτη, τι ψάχνεις τώρα, ρε, αυτά είναι Νόμπελ”. Είχε πάρει τότε ο Σεφέρης το Νόμπελ και οι λαϊκοί λέγανε, ξέρω ’γώ, ο Σεφέρης ποιητής, μεγάλος ας πούμε, κοίταξε να δεις πήρε Νόμπελ. Του λέει, λοιπόν “Αυτά είναι Νόμπελ, δεν είναι για μας”. Και βάζει τα γέλια ο πατέρας μου και μόλις είδε ο Λαμπρόπουλος ότι γέλαγε ο Γαβαλάς λέει του Φίνου “Μας το είπε, μη στεναχωριέσαι”, και όντως πήγε και το είπε. Έτσι έγινε. Μετά από χρόνια είδα τον Γκούφα σ’ ένα ταξίδι, πηγαίναμε εμείς για τη Φολέγανδρο κι εκείνος για τη Σίφνο, είχε πεθάνει ο πατέρας μου, και μου λέει: “Παιδί μου, εγώ τον πατέρα σου μετά από εκείνο το περιστατικό άμα τον έβλεπα τον έσκιζα, κι όπου βρισκόμουνα τον κακολογούσα. Με παίδεψε πολύ χρόνια ολόκληρα. Τελικά, κατέληξα σ’ ένα συμπέρασμα: είχε δίκιο ο πατέρας σου για τον στίχο”».

Γαβαλάς – Καζαντζίδης
Τα χρόνια εκείνα, αλλά και αργότερα, υπήρχαν φήμες που ήθελαν τους δύο τραγουδιστές να μην έχουν καλές σχέσεις. Ποτέ, όμως, δεν υπήρξε αντιπαλότητα ή κόντρα μεταξύ τους. Υπήρχε αλληλοεκτίμηση. Πώς θα μπορούσε να είναι σε κόντρα ο Γαβαλάς με τον Καζαντζίδη όταν από τη μια ήταν γνωστή η αγάπη του τελευταίου για το ψάρεμα, και από την άλλη ο πρώτος ήτανε ψαράς. Και για ψάρεμα είχαν πάει παρέα, και τα κρασιά τους είχανε πιει, και επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον. Ακόμη και καλλιτεχνικά υπήρξαν στιγμές που ο ένας τραγούδησε τραγούδια του άλλου, στη δισκογραφία. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο Γαβαλάς ξεκινούσε την τραγουδιστική του καριέρα στην Odeon ερμήνευσε σε δεύτερη εκτέλεση κάποια από τα τραγούδια που είχε πει ο Καζαντζίδης στην Columbia. Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, Κατάδικος για πάντα, Παλιοκόριτσο, με πήρες στον λαιμό σου, Φωνάξτε τη μανούλα μου, μαζί με την Άννα Χρυσάφη το Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, και το 1961 κάποια από τα έντεχνα λαϊκά του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη: Αθήνα, Ο κυρ-Αντώνης, Βράχο-βράχο. Και ο Καζαντζίδης, όμως, επανεκτέλεσε τραγούδια που είχε πει πρώτα ο Γαβαλάς: Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά (1959), Φύγε κι άσε με και Μείνε αγάπη μου κοντά μου (το 1962 στην Αυστραλία), Στην πόρτα σου, Ο δρόμος δίχως σύνορα (1964) και, τέλος, το Στο πικραμένο δειλινό (1994). Ακόμη, κάποιες φήμες θέλουν τον Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα να έχουν ηχογραφήσει τους Γλάρους. Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποιο στοιχείο, δίσκος ή οτιδήποτε άλλο που να τεκμηριώνει κάτι τέτοιο.

Σταθμοί αλλά και άγνωστες ιστορικές στιγμές της δισκογραφίας του Πάνου Γαβαλά.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1950 ο Πάνος Γαβαλάς μπαίνει για πρώτη φορά στο στούντιο της Columbia και μετέχει σε ηχογράφηση, παίζοντας μπουζούκι στη φωνοληψία του τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη Στρώσε μου να κοιμηθώ (αριθμός μήτρας OGA 1670), με τον Πρ. Τσαουσάκη και τη Ρ. Ντάλλια.
Τα πρώτα τραγούδια με τη φωνή του Το άδικο και Ζωή σερέτισσα ηχογραφήθηκαν στις 7 Απριλίου 1954.
Σιγανοψιχάλισμα. Το τραγούδι που, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Γαβαλάς, τον «καταδίκασε», ηχογραφήθηκε μαζί με το Στάσου στο 14, ένα ακόμη σημαντικό τραγούδι στην καριέρα του της πρώτης περιόδου, την 1η Οκτωβρίου 1956.
Κρατήστε με να σηκωθώ. Η τελευταία ηχογράφηση του μεγάλου τραγουδιστή και συνθέτη του ρεμπέτικου Απόστολου Χατζηχρήστου, ο οποίος υπήρξε ένα από τα ισχυρά φωνητικά πρότυπα του Πάνου Γαβαλά, έγινε την 1η Φεβρουαρίου 1958.
Πόσο μου ’χεις λείψει. Από τα τραγούδια που φτιάχτηκαν στο περίφημο κουρείο της Καισαριανής, και από τα λατρεμένα με τη φωνή του Γαβαλά. Η ηχογράφησή του έγινε στις 5 Φεβρουαρίου 1958.
Ανάψτε φλόγες. Βαρύ ζεϊμπέκικο του σαντουριέρη Τάκη Λαβίδα που ηχογραφήθηκε την Πρωταπριλιά του 1958. Η κόρη του Τ. Λαβίδα, Ελένη Βιτάλη, που το ξανατραγούδησε, ήταν η αγαπημένη γυναικεία φωνή του Πάνου Γαβαλά.
Οι γλάροι. Από τα μνημεία του ελληνικού τραγουδιού. Ηχογραφήθηκε στις 4 Απριλίου 1959.
Μάγισσα Θεσσαλονίκη. Από τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ για τη Θεσσαλονίκη. Ηχογραφήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1959, τρεις μέρες πριν από τον εορτασμό του πολιούχου της πόλης, που συνδυάζεται με την επέτειο της απελευθέρωσής της το 1912.
Φεύγω, γεια σου-γεια σου. Ηχογραφήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1959.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1960 ο Πάνος Γαβαλάς πραγματοποίησε τις πρώτες του ηχογραφήσεις για λογαριασμό της Columbia-His Masters Voice με δύο ανέκδοτα στη δισκογραφία, μέχρι σήμερα, τραγούδια του Θόδ. Δερβενιώτη - Φεύγω μάνα μου και Οι χαραμοφάηδες.
Στις 13 Νοεμβρίου 1961 ο Πάνος Γαβαλάς πραγματοποίησε τις τελευταίες φωνοληψίες του για λογαριασμό της Odeon-Parlophone. Τα τραγούδια που ηχογράφησε ήταν τα Κάτσε στο ντιβανάκι, Μην αργείς κι αργοπεθαίνω, Πω-πω ένας πασάς και Είμαστε παιδιά της πιάτσας.
Φύγε κι άσε με. Μεγάλη επιτυχία που ηχογραφήθηκε την ίδια ημέρα μαζί με τα Απόψε μαύρη συννεφιά, Τη μαύρη γη ρωτώ και Με τα στήθια σαν πέτρα βαριά, που ήταν οι πρώτες επίσημες ηχογραφήσεις του Γαβαλά για λογαριασμό της Columbia-His Masters Voice και έγιναν στις 2 Δεκεμβρίου 1961.
Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο. Από τα κλασικότερα χορευτικά ζεϊμπέκικα, που ξεσηκώνουν μέχρι σήμερα. Ηχογραφήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1962.
Μακριά μου να φύγεις. Κλασικό τραγούδι του ύφους του Γαβαλά, που γνώρισε αρκετές επανεκτελέσεις. Ηχογραφήθηκε στις 12 Ιουνίου 1962.
Δεν με πονάς, δεν μ’ αγαπάς. Από τα πιο γνωστά τραγούδια του γαβαλέικου ύφους, που τραγουδιέται και χορεύεται μέχρι σήμερα. Ηχογραφήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1963.
Κάποιο πρωινό στον Πειραιά και Στο έρημο λιμάνι. Η μοναδική συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με τον Πάνο Γαβαλά έγινε στις 28 Φεβρουαρίου 1963.
Κάθε λιμάνι και καημός. Η ταινία Το κάθαρμα, στην οποία ακουγόταν το τραγούδι, βγήκε στους κινηματογράφους στις 7 Οκτωβρίου 1963. Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στο στούντιο 3 της Columbia στις 12 Ιουλίου 1963.
Την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 1986 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, σε μια συναυλία αφιέρωμα στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι (όπου την επιμέλεια του προγράμματος είχε ο Κώστας Φέρρης και την επιμέλεια του ρεπερτορίου ο Πάνος Γεραμάνης), τραγούδησε για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό το Σιγανοψιχάλισμα
Ο Πάνος Γαβαλάς με τα δικά τους λόγια
Ο Γαβαλάς ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο, κάνοντάς τα σημαντικές επιτυχίες, τρία τραγούδια που υπήρξαν σταθμοί στην καριέρα του: τους Γλάρους, το Όνειρο δεμένο στο μουράγιο, και το Κάθε λιμάνι και καημός. Εγώ όμως, θα τον θυμάμαι και θα τον αγαπώ, στο τέλος της δεκαετίας του ’50 που ήμουν φαντάρος στη Μακεδονία, με το Σιγανοψιχάλισμα. Ένα τραγούδι που με συγκινούσε βαθύτατα και μου άφησε πληγές.
Ζεστός τραγουδιστής, με φωνή βαθιά, εσωτερική, ο Γαβαλάς έγραψε τη δική του ιστορία στο ελληνικό τραγούδι και το γεγονός ότι κάποια στιγμή του βίου του ίδρυσε και δική του φωνογραφική εταιρεία (όπως ο Καζαντζίδης και η Πόλυ Πάνου) αποδεικνύει πόσο μεγάλη απήχηση είχε στο κοινό και πόσο πολύ επόνταρε στη δύναμή του - στη δύναμη της ερμηνείας του. Δεν έτυχε να του γράψω κανένα τραγούδι. Ίσως γιατί την εποχή που το αστέρι του Γαβαλά έλαμπε, η δική μου δουλειά είχε βασικό άξονα το έντεχνο τραγούδι. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο τραγουδιστής αυτός συντρόφευσε με τη φωνή του χιλιάδες μοναχικούς ανθρώπους, έκανε ζευγάρια ν’ αγαπηθούν, «περπάτησε» σε καφενεία και σε ταβέρνες, σε λιμάνια και σε γιαπιά, με τρυφερότητα και με ειλικρίνεια. Κι αυτή η προσφορά δεν είναι μικρή.
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Δεκέμβρης ’93
Το βελούδινο της φωνής του Πάνου Γαβαλά είναι ανεπανάληπτο. Ο αισθησιακός τρόπος της ερμηνείας, επίσης. Τέτοιοι τραγουδιστές δίνουν άλλη διάσταση στο ελληνικό τραγούδι, Ο Πάνος Γαβαλάς καθιέρωσε τη δική του σχολή με τον ευγενικό τρόπο ερμηνείας, και απόδειξη είναι ότι και σήμερα τον μιμούνται. Ακόμα μέχρι σήμερα το ξεφάντωμα στα κέντρα διασκέδασης δημιουργείται με τραγούδια του Γαβαλά και μερικών άλλων της εποχής του. Είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του κάνοντας και μεγάλες επιτυχίες, όπως τα Σταυροδρόμι, Σήκω πάνω κ.ά.
Χρήστος Νικολόπουλος
Σεμνός και μετρημένος συνάδελφος, δημιούργησε με την ερμηνεία του τη δική του σχολή στο λαϊκό τραγούδι, εργάστηκε σκληρά δεκαετίες ολόκληρες και έφυγε από κοντά μας σαν έφηβος που ήθελε ακόμα να προσφέρει πολλά.
Στέλιος Καζαντζίδης
Με την ιδιότυπη φωνή του και τις χαρακτηριστικές ερμηνείες του ο Πάνος Γαβαλάς χρωμάτισε και σφράγισε μια ολόκληρη εποχή του λαϊκού τραγουδιού. Έτσι λοιπόν, δικαιωματικά τού ανήκει μια θέση ανάμεσα στους εξέχοντες λαϊκούς τραγουδιστές.
Γιώργος Νταλάρας
Ο Πάνος Γαβαλάς άφησε πλούτο και ιστορία. Τραγούδια για να μπορέσουν οι νεότεροι να φτάσουν εκεί που έφτασε κι αυτός. Άφησε τόσο μεγάλο έπος που δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Ρία Κούρτη
Σιγανοψιχάλισμα
Στο γραμμόφωνο του καφενείου της Πάρου και ο Πάνος Γαβαλάς να δροσίζει την παιδική μου ψυχή που ακόμα δεν ήξερε ότι κάποια μέρα αυτός ο μεγάλος τραβαδούρος θα μου έλεγε: «Γεια σου πατριώτη Κυκλαδίτη». Το τρακ μου τότε δεν μου επέτρεψε να του πω αυτό που μπορώ να πω σήμερα: «Γεια σου μεγάλε δάσκαλε».
Γιάννης Πάριος
Ακούγαμε -θυμάμαι- από το ραδιόφωνο τραγούδια με τη μητέρα μου και κάθε φορά που τραγούδαγε ο Πάνος γύρναγε και μου ’λεγε «Άκου τι γλύκα που έχει ο Γαβαλάς, Χαρούλα…» Μια σπάνια προσωπικότητα φωνής μ’ ένα ήθος σπάνιο. Μια φωνή «όλου του κόσμου» ήταν και είναι ο Πάνος Γαβαλάς. Και τέτοια δυνατή, άμεση και τρυφερή φωνή δεν ξεχνιέται ποτέ.
Χάρις Αλεξίου
Ο καλός συνεργάτης Πάνος Γαβαλάς.
Η γνωριμία μας με τον Πάνο άρχισε στο παλιό studio 3 της Columbia τη δεκαετία του ’50. Μαζί ηχογραφήσαμε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, όπως είναι και το Κάθε λιμάνι και καημός, του Γ. Κατσαρού και του Πυθαγόρα. Σεμνός καλλιτέχνης, σωστός επαγγελματίας, διέθετε μια σπάνια ευαισθησία και ήταν από τους λίγους που δεν μας κούραζε ποτέ στη δουλειά. Ως άνθρωπος ήταν σοβαρός, μετρημένος, αξιοπρεπής, και πάνω απ’ όλα ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ.
Νίκος Κανελλόπουλος

Ήταν φινετσάτος τραγουδιστής που μπορούσε να τα πει όλα. Από Καημό μες στην καρδούλα μου μέχρι Κάθε λιμάνι και καημός. Ένας τραγουδιστής που με άγγιζε πάρα πολύ ήταν ο Γαβαλάς. Είχαμε, βέβαια, συνεργαστεί και στην εταιρεία δίσκων που ανοίξαμε μαζί, τη Βεντέττα. Αλλά και στο πάλκο η συνεργασία μας με τον Πάνο κράτησε αρκετά• μια σεζόν στην Τριάνα του Χειλά, και στου Τζίμη του Χονδρού άλλες δύο σεζόν.

 πηγη ultragreek.com
 μονταζ teo 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Ιστολογιο δεν υιοθετεί τις απόψεις των αρθρογράφων, ούτε σημαίνει ότι συμφωνεί με τα ρεπορτάζ που αναδημοσιεύει από άλλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και δεν ευθύνεται για την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και το περιεχόμενό τους. Συνεπώς, δε φέρει καμία ευθύνη εκ του νόμου. Το ιστολόγιό μας, ασπάζεται βαθιά, τις Δημοκρατικές αρχές της πολυφωνίας και ως εκ τούτου, αναδημοσιεύει κείμενα και ρεπορτάζ, από όλους τους πολιτικούς χώρους.
">ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ>"

Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.