2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1958
Το χάνι της Γραβιάς. Αυτή η ονομασία αρμόζει εις μια των επικωτέρων μαχών εξ όσων έχει δώσει η ΕΟΚΑ, η οποία έλαβε χώραν εις ένα αχυρώνα του χωριού ΛΙΟΠΕΤΡΙ τη 2αν Σεπτεμβρίου 1958. μεταξύ αγγλικού στρατού και τεσσάρων γενναίων μαχητών της ΕΟΚΑ, των Ανδρέα Κάρυου, Φώτη Σταύρου Πίττα (διδασκάλου), Ηλία Παπακυριακού και Χρίστου Σαμάρα. «Είναι πολύ δύσκολο εις εμέ να ξεχωρίσω μεταξύ των τεσσάρων αυτών παλικαριών ποίος ήταν ο γενναίος των γενναίων, διότι και οι τέσσαρες συνηγωνίσθησαν την στιγμήν εκείνη ποίος θα πέθαινε γενναιότερος.
Ο ηρωικός θάνατος των με συνεκίνησε βαθύτατα υφ΄ ας συνθήκας συνετελέσθη, αλλά και με υπερηφάνειαν, ως αρχηγός, τον κατεχώρησα εις τας σελίδας της ιστορίας της ηρωικής ΕΟΚΑ, διότι έδειξε ποία στοιχεία περικλείει η Οργάνωσις… «των τρομοκρατών»!! Και από ποιά υψηλά ιδεώδη ενεφορούντο οι αγωνιστές της. Και ενταύθα όπως και εις την μάχη του Μαχαιρά κατά Αυξεντίου, οι Άγγλοι στρατιώται μολονότι πολυάριθμοι και διαθέτοντες όλα τα σύγχρονα μέσα δεν κατόρθωσαν να καταβάλουν τους ελαχίστους υπερασπιστάς του αχυρώνος και εχρησιμοποίησαν βενζίνην δια να πυρπολήσουν τον αχυρώνα και εξοντώσουν απάνθρωπως τους εντος αυτού αγωνιζομένους […] Ο Κυπριακός και ο ξένος τύπος εξήρε την γενναιότητα των τεσσάρων αγωνιστών, βρεττανός δε λοχαγός εδήλωσεν ότι «κατεπλάγησαν όλοι από την μάχη που έδωσε η ΕΟΚΑ στο Λιοπέτρι». Απομνημονεύματα Γεωργίου Γρίβα Διγενή
Η μάχη των αετών, χαρακτηρισμός της σκυταλοδρομίας του θανάτου, βρίσκει την πλήρη έκφραση του στη μάχη του Αχυρώνα, της 2ας Σεπτεμβρίου 1958, με ήρωες τον Ανδρέα Kάρυo, το Φώτη Πίττα, τον Ηλία Παπακυριακού και το Χρίστο Σαμάρα.
Μετά από προδοσία, οι Άγγλοι πάτησαν το Λιοπέτρι. Η κατάσταση εκτιμήθηκε στα γρήγορα. 0 Αγγλικός στρατός θ’ απέκλειε το χωριό θα έκανε έρευνες. Οι καταζητούμενοι έπρεπε να διαφύγουν. Αποφάσισαν: Θα επέβαιναν αυτοκινήτου που θα οδηγούσε ντόπιος αγωνιστής. Μόλις συναντιόντουσαν με τους Εγγλέζους, το αυτοκίνητο θ’ ανέπτυσσε τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, θα έσπαζε του κλοιό, ενώ ταυτόχρονα οι καταζητούμενοι θα πυροβολούσαν με τα αυτόματα τους. Πραγματικά το αυτοκίνητο προχώρησε προς την έξοδο του χωριού. Οι Εγγλέζοι ήταν πολλοί. O Ανδρέας, ο Φώτης – δραπέτες κι οι δυο από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Πύλας από τις 13 Μαρτίου 1958 – ο Ηλίας κι ο Χρίστος, πετάχτηκαν κι άρχισαν μάχη που δεν βάσταξε όμως πολύ. Υστερα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι και γύρισαν στο σπίτι του Παναγιώτη Καλλή, ιδιοκτήτη του μοιραίου αχυρώνα, που έμελλε να μετατραπεί σε βωμό δόξας ουρανόφταστης.
Ήταν η αυγή της 1ης Σεπτεμβρίου 1958. Ώρα 3 ή 4. Οι καταζητούμενοι μπήκαν στον αχυρώνα. Σε λίγο ακούστηκαν τα μεγάφωνα του στρατού. Στο Λιοπέτρι κηρυσσόταν κατάσταση αποκλεισμού και αναγκαστικού κατ’ οίκον περιορισμού. Κανείς δεν μπορούσε πια να κινηθεί στις στράτες εκτός απ’ τους Εγγλέζους. Οι πόρτες αμπαρώθηκαν και το χωριό περίμενε με την καρδιά σφιγμένη, ανυπεράσπιστο, βουβό. Οι αγωνιστές κατάλαβαν οτι απο λεπτό σε λεπτό οι Άγγλοι θα ερευνούσαν και τον αχυρώνα. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές δεν έχασαν καθόλου το θάρρος και την εφευρετικότητά τους. Πριν κρυφτούν, έριξαν στα άχυρα που βρίσκονταν μέσα στον αχυρώνα αρτύματα για να παραπλανήσουν τα ανιχνευτικά σκυλιά. Έτσι και έγινε. Οι Εγγλέζοι άρχισαν εξονυχιστικές έρευνες. Μπήκαν στα σπίτι, στον αχυρώνα, κοίταξαν παντού, δεν βρήκαν ίχνη. Έφυγαν. O κόσμος συγκεντρώθηκε σε συρματόφραχτους χώρους. Έγιναν ανακρίσεις. Ζητήθηκαν πληροφορίες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. 0 κόσμος γύρισε στα σπίτια του. Κάποιοι όμως κρατήθηκαν για περαιτέρω ανακρίσεις.
Στις 1:00 μετά τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου οι Άγγλοι επανήλθαν κατόπιν πληροφοριών, περικύκλωσαν τον αχυρώνα και ζητούσαν από τον ιδιοκτήτη να τους δείξει που κρύβονταν οι τέσσερις αγωνιστές. Ο ιδιοκτήτης και η οικογένειά του δεν έδωσαν καμιά πληροφορία παρά τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκαν. Οι Άγγλοι κάλεσαν τους αγωνιστές να παραδοθούν, αλλά δεν πήραν καμιά απάντηση. Στη συνέχεια, έχοντας προκάλυμμα τον ιδιοκτήτη, πυροβόλησαν εντός του αχυρώνα, αλλά και πάλι δεν πήραν καμιά απάντηση. Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου έγινε νέος κατ’ οίκον περιορισμός και ο ιδιοκτήτης του Αχυρώνα υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια. Οταν επέστρεψε ο Παναγιώτης Καλλής μπήκε κλεφτά στον αχυρώνα, μίλησε με τα παλικάρια. ‘Όλοι διέβλεπαν τον επερχόμενο κίνδυνο κι είχαν αποφασίσει να δώσουν τη μάχη.
– Αν μας ανακαλύψουν εμείς θα σκοτωθούμε, είπε ο Ανδρέας Κάρυος. Οι τέσσερις ήρωες ήταν αγνοί ιδεολόγοι και τουλάχιστον ο Κάρυος, ο Πίττας και ο Παπακυριακού είχαν δηλώσει μέρες προηγουμένως ότι ήταν αδύνατο να συλληφθούν από τους Άγγλους. Αγκάλιασαν τον Καλλή, τον φίλησαν ‘Ήταν ο ύστατος αποχαιρετισμός.
Ομάδα στρατιωτών, που έφτασε κοντά στον αχυρώνα δέχτηκε πυροβολισμούς από τους τέσσερις αγωνιστές. Οι Άγγλοι τότε ζήτησαν ενισχύσεις, που σύντομα ήρθαν.
Και το κακό ξεκίνησε. . . .
Ένας ελληνομαθής δεκανέας, ο Πήτερ Φρέντερικ Φλήητ, φώναξε στα ελληνικά κατά διαταγή του Άγγλου ταγματάρχη Φίλιπ Τζων Ρόουλυ Χέυλαντ:
– E, σεις, παραδοθείτε κι εβγάτε έξω, αλλιώς οι στρατιώτες Θ’ ανοίξουν πυρ εναντίον σας. Όπως ο δεκανέας μαρτύρησε στη θανατική ανάκριση, επανέλαβε τρεις φορές τα ίδια λόγια και κάθε φορά η απάντηση ήταν μια ριπή. Υπάρχει όμως και η ελληνική πληροφορία ότι ο δεκανέας φώναξε:
«Αν θέλετε τη ζωή σας, παραδοθείτε» αλλά δεν δόθηκε απάντηση. Σιγή απόλυτη επικράτησε στον αχυρώνα. Καμιά μαρτυρία ζωής. Ο προμαχώνας ήταν ήδη περικυκλωμένος κι ο κλοιός του θανάτου αδιαπέραστος. Η ειμαρμένη είχε προδιαγράψει τις εξελίξεις ‘Ωρες για κούφιες ελπίδες και ψευδαισθήσεις δεν απέμειναν. Ούτε καταδέχονταν τέτοια οι σταυραετοί. Γύρω από τον Αχυρώνα επικράτησε εντάφια σιγή εκείνες τις στιγμές. Οι Εγγλέζοι ταμπουρώθηκαν πίσω από τοίχους, δόμες. Πήραν θέσεις σε μπαλκόνια, βεράντες, στέγες. Ξάπλωσαν στα χαντάκια. Το μυστικό απλώθηκε σ’ όλο το χωριό. Το Λιοπέτρι σώπαινε και καρτέραγε. Μια κουφόβραση κυριαρχούσε που προμήνυε το σεισμό. Κι έσπασε η τραγική σιωπή από τη φωνή του μεγαφώνου:
– Παραδοθείτε.
– ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, αντιλάλησαν οι αιώνες. Τα κλείστρα των πολυβόλων σηματοδότησαν με τον ξηρό μεταλλικό κρότο την έναρξη της μάχης. Κι αμέσως, εκρήξεις χειροβομβίδων, ριπές δεκάδων αυτομάτων, συγκλονιστικοί πολυβολισμοί, κραυγές, φωνές πόνου, ουρλιαχτά, εγγλέζικες διαταγές, πανδαιμόνιο. Μια ομάδα στρατιωτών επιχείρησαν να πλησιάσουν τον Αχυρώνα, έκαναν μερικά βήματα, δέχτηκαν στο ψαχνό τις σφαίρες βροχή, ούρλιαξαν κάποιοι, σπάραξαν στο έδαφος και οι άλλοι οπισθοχώρησαν πανικόβλητοι. Τα παλικάρια έτρεχαν, εναλλάσσονταν, βρίσκονταν σ’ όλες τις πολεμίστρες, κροτάλιζαν τ’ αυτόματα, έριχναν χειροβομβίδες, σκορπούσαν το θάνατο. ‘Ένας αξιωματικός διέταξε στρατιώτη να προχωρήσει, εκείνος αρνήθηκε. Τον πυροβόλησε με το περίστροφό του και τον άφησε στον τόπο. Κάποιοι κατάφεραν να βγουν αθέατοι στη στέγη του Αχυρώνα. Άνοιξαν τρύπα, πέταξαν ρούχα λουσμένα με βενζίνη, έβαλαν φωτιά, μα έσβησε. Έφεραν ελικόπτερο, πέταξε πάνω απ’ τον Αχυρώνα, έριξε εμπρηστικά, φούντωσαν φλόγες, το Χάνι της Γραβιάς καιγόταν. Μα οι αγωνιστές συνέχιζαν τη μάχη, Τους φώναζαν να παραδοθούν κι εκείνοι απαντούσαν:
– Μολών Λαβέ.
Έφτασε ως τ’ Αυγόρου ο σάλαγος της μάχης. Κι η μάνα του Κάρυου βγήκε στην αυλή και φώναξε:
– Δύναμην, γιέ μου. Δύναμην, Να πεθάνεις λεβέντης!
‘Ηρθαν νοσοκομειακά δυο τουλάχιστον φορές. Φόρτωσαν νεκρούς, τραυματίες, έφυγαν και ξαναγύρισαν. Κι ο ορυμαγδός του πολέμου συνεχιζόταν, θέριζε ο θάνατος. κορμιά, λουζόταν μ’ αίμα η γη, μέχρι τις δυο το δείλις. ‘Ώσπου το ελικόπτερο έβρεξε με βενζίνη τον Αχυρώνα. Τα φλογοβόλα μετέτρεψαν τον προμαχώνα σε πυρακτωμένη κόλαση και οι αντάρτες άρχισαν με την τελευταία σφαιροθήκη, ο καθένας με τη σειρά του, την έξοδο, καταιγιστικά πυροβολώντας, μέχρι που διάτρητοι έπεφταν στην αυλή του θυσιαστηρίου νεκροί. Ποιος έπεσε πρώτος, ποιος τελευταίος, κανείς δεν έμαθε ποτέ κι ούτε θα μάθει. Μόνο ισχυρισμοί των Εγγλέζων υπάρχουν για τη σειρά των σκυταλοδρόμων του Θανάτου. Στην ανάκριση λέχθηκε ότι πρώτος έπεσε ο Ανδρέας Κάρυος και σε λίγο ο Χρίστος Σαμάρας. Ακολούθησε ο Φώτης Πίττας και τελευταίος ο Ηλίας Παπακυριακού. ‘Οταν οι καπνοί διαλύθηκαν, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, οι Εγγλέζοι προχώρησαν δειλά-δειλά και λόγχισαν τους πεθαμένους σταυραετούς. Λόγχισαν τα νεκρά κορμιά με λύσσα και πυροβόλησαν τους ήρωες με περίστροφα. Δεν τους φοβόνταν πια! Ο Ανδρέας Κάρυος κι ο Χρίστος Σαμάρας έπεσαν ο ένας κοντά στον άλλο κατά το νότο. O δάσκαλος, ο Φώτης Πίττας προς την ανατολή. Κι ο Ηλίας Παπακυριακού βρέθηκε προς το βορρά.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΥΟΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου στις 16 Ιουλίου1926. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και αργότερα καταρτίστηκε μελετώντας θέματα θεολογίας, λογιστικής, αγγλικών και ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν στέλεχος της ΠΕΚ και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της ΣΕΚ, της ΠΕΟΝ και του θρησκευτικού συλλόγου του χωριού του. Τον Ιανουάριο του 1955 συνδέθηκε με τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Υπήρξε ο διοργανωτής και ο πρώτος υπεύθυνος του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. στο Αυγόρου.
Πήρε μέρος την 1η Απριλίου 1955 στην επιχείρηση αποκοπής των ηλεκτρικών καλωδίων παρά το Αυγόρου και έπαθε σοβαρά εγκαύματα. Συνελήφθη αρκετές φορές για τη δράση του και μετά την επίθεση της ομάδας του κατά του αστυνομικού σταθμού Άχνας καταζητήθηκε. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1956 και κλείστηκε στα κρατητήρια Πύλας, απ’ όπου απέδρασε στις 12 Μαρτίου 1958. Συνέχισε τη δράση του ως υποτομεάρχης στην περιοχή Κοκκινοχωριών. Διακρίθηκε για την πίστη του στο Θεό και στην Πατρίδα. Δείγμα του αγνού πατριωτισμού του είναι και τα πιο κάτω λόγια του:
«Την Κύπρο μας, το νησί με τον μακραίωνα πολιτισμό, το αγαπώ, γι’ αυτό πάλλει η καρδιά μου και στους βωμούς του θα προσφέρω κι αυτή τη ζωή μου, αν χρειαστεί».
* * *
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι και ο αδελφός του Ανδρέα, ο Γεώργιος Κάρυος, πέθανε στις 28 Οκτωβρίου 1958 σε μάχη με τους Άγγλους. Η μητέρα η μητέρα του Φλουρέντζα αποχαιρέτησε το δεύτερο βλαστάρι της με το αυτοσχέδιο δίστιχο ποίημά της:
«Κάθε σαράντα τζ’ ένα γιον διώ εις την πατρίδα τζ’ ελπίζω ότι σύντομα θα’ ρθει Ελευθερία».
ΦΩΤΗΣ ΠΙΤΤΑΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου στις 28 Φεβρουαρίου 1935. Αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο του χωριού του, το Γυμνάσιο Αμμοχώστου και το διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου. Έγινε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α., όταν ήταν σπουδαστής στο Κολέγιο. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Άχνας και ανέπτυξε πλούσια δράση στον μαχητικό, στον οργανωτικό και στον διαφωτιστικό τομέα. Καταζητήθηκε από τους Άγγλους στις 18 Οκτωβρίου 1956.
Ως καταζητούμενος πρόσφερε πολλά στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. στα χωριά Λύση, Βατυλή και Άσσια. Συνελήφθη στις 10 Ιανουαρίου 1957 και βασανίστηκε ανελέητα για 20 μέρες στις φυλακές της Αμμοχώστου. Με το αίμα που έφτυσε από τα βασανιστήρια ζωγράφισε στον τοίχο του κελιού του τη μορφή της ελευθερίας. Για τα φρικτά βασανιστήρια μας μιλά πολύ εύγλωττα το προσωπικό του ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραψε τις εμπειρίες του.
Κλείστηκε στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς και αργότερα της Πύλας, απ’ όπου δραπέτευσε με άλλους συναγωνιστές του στις 12 Μαρτίου 1958. Συνέχισε τη δράση του ως υποτομεάρχης στην περιοχή Λύσης. Είχε πλούσια και αποτελεσματική δράση. Οι Άγγλοι ενοχλημένοι επέβαλαν δεκαπενθήμερο κατ’ οίκον περιορισμό και επιδόθηκαν σε έρευνες, χωρίς αποτέλεσμα. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1958 έπεσε μαχόμενος για την ελευθερία της πατρίδας του στην ένδοξη μάχη του Αχυρώνα του Λιοπετρίου.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ
Γεννήθηκε στο χωριό Λυθράγκωμη της επαρχίας Αμμοχώστου στις 25 Ιανουαρίου 1938. Μετά την αποφοίτηση του από το δημοτικό σχολείο του χωριού του φοίτησε στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Μαθητής ακόμη της Ε΄ Γυμνασίου εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. και έδρασε ως μέλος των ομάδων κρούσεως. Πήρε μέρος σε βομβιστικές επιθέσεις. Καταζητήθηκε από τους Άγγλους προτού τελειώσει το Γυμνάσιο.
Τον Μάρτιο του 1957 ανέλαβε την ευθύνη του υποτομέα Άσσιας και των γύρω χωριών. Ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Μια από τις ενέργειές του ήταν η αρπαγή γαλλικών αυτομάτων όπλων από άνδρες του γαλλικού αποσπάσματος, που είχαν κάνει επέμβαση στο Σουέζ. Όταν το καλοκαίρι του 1958 οι Τούρκοι εξαπέλυσαν συστηματικές επιθέσεις εναντίων ελληνικών περιουσιών, οργάνωσε πολιτοφυλακή των Ελλήνων στα χωριά της περιοχής του και αντέκοψε τις τουρκικές επιθέσεις.
Στις 13 Ιουλίου 1958 με προσωπική του καθοδήγηση οι αγωνιστές της Άσσιας ανατίναξαν την υδραντλία, τα υποστατικά και τις υδατοδεξαμενές, από τις οποίες υδρεύονταν οι στρατοπεδευμένες αγγλικές δυνάμεις στον αστυνομικό σταθμό της Βατυλής. Στις 31 Ιουλίου 1958 ενέπεσε σε αγγλική περίπολο και πληγώθηκε στο πόδι. Αν και πληγωμένος κατόρθωσε να διαφύγει. Η δράση του συνεχίστηκε μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου 1958, μέρα του θανάτου του, όταν επιχείρησε ηρωική έξοδο από τον Αχυρώνα του Λιοπετρίου.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Λιοπέτρι της επαρχίας Αμμοχώστου στις 12 Φεβρουαρίου 1925. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του μέχρι την Τετάρτη τάξη. Επειδή ήταν φιλομαθής, θρήσκος και αγνός πατριώτης, έμαθε πολλά διαβάζοντας θρησκευτικά βιβλία και ελληνική ιστορία. Έψαλλε στην εκκλησία του χωριού του. Υπήρξε ο ιδρυτής της ΟΧΕΝ Λιοπετρίου και ο καθοδηγητής της χριστιανικής κίνησης των γύρω χωριών.
Από το 1954 εντάχθηκε σε μυστική οργάνωση, που προπαρασκεύαζε ένοπλη εξέγερση για την απελευθέρωση της Κύπρου. Τον Ιανουάριο του 1955 συνδέθηκε με τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Εργάστηκε για τη στρατολόγηση μελών της Ε.Ο.Κ.Α. Στις αρχές Μαρτίου του 1955 ορκίστηκαν στο σπίτι του τα πρώτα μέλη της Ε.Ο.Κ.Α. Λιοπετρίου.
Πήρε μέρος την 1η Απριλίου 1955 στην επίθεση που έγινε στη Δεκέλεια με υπεύθυνο τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Την ίδια μέρα καταζητήθηκε και μέχρι τον θάνατό του έμεινε επικηρυγμένος για 5.000 λίρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ανέπτυξε δράση στα χωριά Λιοπέτρι, Λιμνιά, Άγ. Σέργιο, Αυγόρου, Ορμήδεια, Περιστερωνοπηγή, Γαϊδουρά, Πυρκά και Πραστειό. Έπεσε μαχόμενος στον Αχυρώνα Λιοπετρίου για τα ιδανικά, που πίστευε από την παιδική του ηλικία.
ellas2.wordpress.com
Το χάνι της Γραβιάς. Αυτή η ονομασία αρμόζει εις μια των επικωτέρων μαχών εξ όσων έχει δώσει η ΕΟΚΑ, η οποία έλαβε χώραν εις ένα αχυρώνα του χωριού ΛΙΟΠΕΤΡΙ τη 2αν Σεπτεμβρίου 1958. μεταξύ αγγλικού στρατού και τεσσάρων γενναίων μαχητών της ΕΟΚΑ, των Ανδρέα Κάρυου, Φώτη Σταύρου Πίττα (διδασκάλου), Ηλία Παπακυριακού και Χρίστου Σαμάρα. «Είναι πολύ δύσκολο εις εμέ να ξεχωρίσω μεταξύ των τεσσάρων αυτών παλικαριών ποίος ήταν ο γενναίος των γενναίων, διότι και οι τέσσαρες συνηγωνίσθησαν την στιγμήν εκείνη ποίος θα πέθαινε γενναιότερος.
Ο ηρωικός θάνατος των με συνεκίνησε βαθύτατα υφ΄ ας συνθήκας συνετελέσθη, αλλά και με υπερηφάνειαν, ως αρχηγός, τον κατεχώρησα εις τας σελίδας της ιστορίας της ηρωικής ΕΟΚΑ, διότι έδειξε ποία στοιχεία περικλείει η Οργάνωσις… «των τρομοκρατών»!! Και από ποιά υψηλά ιδεώδη ενεφορούντο οι αγωνιστές της. Και ενταύθα όπως και εις την μάχη του Μαχαιρά κατά Αυξεντίου, οι Άγγλοι στρατιώται μολονότι πολυάριθμοι και διαθέτοντες όλα τα σύγχρονα μέσα δεν κατόρθωσαν να καταβάλουν τους ελαχίστους υπερασπιστάς του αχυρώνος και εχρησιμοποίησαν βενζίνην δια να πυρπολήσουν τον αχυρώνα και εξοντώσουν απάνθρωπως τους εντος αυτού αγωνιζομένους […] Ο Κυπριακός και ο ξένος τύπος εξήρε την γενναιότητα των τεσσάρων αγωνιστών, βρεττανός δε λοχαγός εδήλωσεν ότι «κατεπλάγησαν όλοι από την μάχη που έδωσε η ΕΟΚΑ στο Λιοπέτρι». Απομνημονεύματα Γεωργίου Γρίβα Διγενή
Η μάχη των αετών, χαρακτηρισμός της σκυταλοδρομίας του θανάτου, βρίσκει την πλήρη έκφραση του στη μάχη του Αχυρώνα, της 2ας Σεπτεμβρίου 1958, με ήρωες τον Ανδρέα Kάρυo, το Φώτη Πίττα, τον Ηλία Παπακυριακού και το Χρίστο Σαμάρα.
Μετά από προδοσία, οι Άγγλοι πάτησαν το Λιοπέτρι. Η κατάσταση εκτιμήθηκε στα γρήγορα. 0 Αγγλικός στρατός θ’ απέκλειε το χωριό θα έκανε έρευνες. Οι καταζητούμενοι έπρεπε να διαφύγουν. Αποφάσισαν: Θα επέβαιναν αυτοκινήτου που θα οδηγούσε ντόπιος αγωνιστής. Μόλις συναντιόντουσαν με τους Εγγλέζους, το αυτοκίνητο θ’ ανέπτυσσε τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, θα έσπαζε του κλοιό, ενώ ταυτόχρονα οι καταζητούμενοι θα πυροβολούσαν με τα αυτόματα τους. Πραγματικά το αυτοκίνητο προχώρησε προς την έξοδο του χωριού. Οι Εγγλέζοι ήταν πολλοί. O Ανδρέας, ο Φώτης – δραπέτες κι οι δυο από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Πύλας από τις 13 Μαρτίου 1958 – ο Ηλίας κι ο Χρίστος, πετάχτηκαν κι άρχισαν μάχη που δεν βάσταξε όμως πολύ. Υστερα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι και γύρισαν στο σπίτι του Παναγιώτη Καλλή, ιδιοκτήτη του μοιραίου αχυρώνα, που έμελλε να μετατραπεί σε βωμό δόξας ουρανόφταστης.
Ήταν η αυγή της 1ης Σεπτεμβρίου 1958. Ώρα 3 ή 4. Οι καταζητούμενοι μπήκαν στον αχυρώνα. Σε λίγο ακούστηκαν τα μεγάφωνα του στρατού. Στο Λιοπέτρι κηρυσσόταν κατάσταση αποκλεισμού και αναγκαστικού κατ’ οίκον περιορισμού. Κανείς δεν μπορούσε πια να κινηθεί στις στράτες εκτός απ’ τους Εγγλέζους. Οι πόρτες αμπαρώθηκαν και το χωριό περίμενε με την καρδιά σφιγμένη, ανυπεράσπιστο, βουβό. Οι αγωνιστές κατάλαβαν οτι απο λεπτό σε λεπτό οι Άγγλοι θα ερευνούσαν και τον αχυρώνα. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές δεν έχασαν καθόλου το θάρρος και την εφευρετικότητά τους. Πριν κρυφτούν, έριξαν στα άχυρα που βρίσκονταν μέσα στον αχυρώνα αρτύματα για να παραπλανήσουν τα ανιχνευτικά σκυλιά. Έτσι και έγινε. Οι Εγγλέζοι άρχισαν εξονυχιστικές έρευνες. Μπήκαν στα σπίτι, στον αχυρώνα, κοίταξαν παντού, δεν βρήκαν ίχνη. Έφυγαν. O κόσμος συγκεντρώθηκε σε συρματόφραχτους χώρους. Έγιναν ανακρίσεις. Ζητήθηκαν πληροφορίες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. 0 κόσμος γύρισε στα σπίτια του. Κάποιοι όμως κρατήθηκαν για περαιτέρω ανακρίσεις.
Στις 1:00 μετά τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου οι Άγγλοι επανήλθαν κατόπιν πληροφοριών, περικύκλωσαν τον αχυρώνα και ζητούσαν από τον ιδιοκτήτη να τους δείξει που κρύβονταν οι τέσσερις αγωνιστές. Ο ιδιοκτήτης και η οικογένειά του δεν έδωσαν καμιά πληροφορία παρά τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκαν. Οι Άγγλοι κάλεσαν τους αγωνιστές να παραδοθούν, αλλά δεν πήραν καμιά απάντηση. Στη συνέχεια, έχοντας προκάλυμμα τον ιδιοκτήτη, πυροβόλησαν εντός του αχυρώνα, αλλά και πάλι δεν πήραν καμιά απάντηση. Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου έγινε νέος κατ’ οίκον περιορισμός και ο ιδιοκτήτης του Αχυρώνα υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια. Οταν επέστρεψε ο Παναγιώτης Καλλής μπήκε κλεφτά στον αχυρώνα, μίλησε με τα παλικάρια. ‘Όλοι διέβλεπαν τον επερχόμενο κίνδυνο κι είχαν αποφασίσει να δώσουν τη μάχη.
– Αν μας ανακαλύψουν εμείς θα σκοτωθούμε, είπε ο Ανδρέας Κάρυος. Οι τέσσερις ήρωες ήταν αγνοί ιδεολόγοι και τουλάχιστον ο Κάρυος, ο Πίττας και ο Παπακυριακού είχαν δηλώσει μέρες προηγουμένως ότι ήταν αδύνατο να συλληφθούν από τους Άγγλους. Αγκάλιασαν τον Καλλή, τον φίλησαν ‘Ήταν ο ύστατος αποχαιρετισμός.
Ομάδα στρατιωτών, που έφτασε κοντά στον αχυρώνα δέχτηκε πυροβολισμούς από τους τέσσερις αγωνιστές. Οι Άγγλοι τότε ζήτησαν ενισχύσεις, που σύντομα ήρθαν.
Και το κακό ξεκίνησε. . . .
Ένας ελληνομαθής δεκανέας, ο Πήτερ Φρέντερικ Φλήητ, φώναξε στα ελληνικά κατά διαταγή του Άγγλου ταγματάρχη Φίλιπ Τζων Ρόουλυ Χέυλαντ:
– E, σεις, παραδοθείτε κι εβγάτε έξω, αλλιώς οι στρατιώτες Θ’ ανοίξουν πυρ εναντίον σας. Όπως ο δεκανέας μαρτύρησε στη θανατική ανάκριση, επανέλαβε τρεις φορές τα ίδια λόγια και κάθε φορά η απάντηση ήταν μια ριπή. Υπάρχει όμως και η ελληνική πληροφορία ότι ο δεκανέας φώναξε:
«Αν θέλετε τη ζωή σας, παραδοθείτε» αλλά δεν δόθηκε απάντηση. Σιγή απόλυτη επικράτησε στον αχυρώνα. Καμιά μαρτυρία ζωής. Ο προμαχώνας ήταν ήδη περικυκλωμένος κι ο κλοιός του θανάτου αδιαπέραστος. Η ειμαρμένη είχε προδιαγράψει τις εξελίξεις ‘Ωρες για κούφιες ελπίδες και ψευδαισθήσεις δεν απέμειναν. Ούτε καταδέχονταν τέτοια οι σταυραετοί. Γύρω από τον Αχυρώνα επικράτησε εντάφια σιγή εκείνες τις στιγμές. Οι Εγγλέζοι ταμπουρώθηκαν πίσω από τοίχους, δόμες. Πήραν θέσεις σε μπαλκόνια, βεράντες, στέγες. Ξάπλωσαν στα χαντάκια. Το μυστικό απλώθηκε σ’ όλο το χωριό. Το Λιοπέτρι σώπαινε και καρτέραγε. Μια κουφόβραση κυριαρχούσε που προμήνυε το σεισμό. Κι έσπασε η τραγική σιωπή από τη φωνή του μεγαφώνου:
– Παραδοθείτε.
– ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, αντιλάλησαν οι αιώνες. Τα κλείστρα των πολυβόλων σηματοδότησαν με τον ξηρό μεταλλικό κρότο την έναρξη της μάχης. Κι αμέσως, εκρήξεις χειροβομβίδων, ριπές δεκάδων αυτομάτων, συγκλονιστικοί πολυβολισμοί, κραυγές, φωνές πόνου, ουρλιαχτά, εγγλέζικες διαταγές, πανδαιμόνιο. Μια ομάδα στρατιωτών επιχείρησαν να πλησιάσουν τον Αχυρώνα, έκαναν μερικά βήματα, δέχτηκαν στο ψαχνό τις σφαίρες βροχή, ούρλιαξαν κάποιοι, σπάραξαν στο έδαφος και οι άλλοι οπισθοχώρησαν πανικόβλητοι. Τα παλικάρια έτρεχαν, εναλλάσσονταν, βρίσκονταν σ’ όλες τις πολεμίστρες, κροτάλιζαν τ’ αυτόματα, έριχναν χειροβομβίδες, σκορπούσαν το θάνατο. ‘Ένας αξιωματικός διέταξε στρατιώτη να προχωρήσει, εκείνος αρνήθηκε. Τον πυροβόλησε με το περίστροφό του και τον άφησε στον τόπο. Κάποιοι κατάφεραν να βγουν αθέατοι στη στέγη του Αχυρώνα. Άνοιξαν τρύπα, πέταξαν ρούχα λουσμένα με βενζίνη, έβαλαν φωτιά, μα έσβησε. Έφεραν ελικόπτερο, πέταξε πάνω απ’ τον Αχυρώνα, έριξε εμπρηστικά, φούντωσαν φλόγες, το Χάνι της Γραβιάς καιγόταν. Μα οι αγωνιστές συνέχιζαν τη μάχη, Τους φώναζαν να παραδοθούν κι εκείνοι απαντούσαν:
– Μολών Λαβέ.
Έφτασε ως τ’ Αυγόρου ο σάλαγος της μάχης. Κι η μάνα του Κάρυου βγήκε στην αυλή και φώναξε:
– Δύναμην, γιέ μου. Δύναμην, Να πεθάνεις λεβέντης!
‘Ηρθαν νοσοκομειακά δυο τουλάχιστον φορές. Φόρτωσαν νεκρούς, τραυματίες, έφυγαν και ξαναγύρισαν. Κι ο ορυμαγδός του πολέμου συνεχιζόταν, θέριζε ο θάνατος. κορμιά, λουζόταν μ’ αίμα η γη, μέχρι τις δυο το δείλις. ‘Ώσπου το ελικόπτερο έβρεξε με βενζίνη τον Αχυρώνα. Τα φλογοβόλα μετέτρεψαν τον προμαχώνα σε πυρακτωμένη κόλαση και οι αντάρτες άρχισαν με την τελευταία σφαιροθήκη, ο καθένας με τη σειρά του, την έξοδο, καταιγιστικά πυροβολώντας, μέχρι που διάτρητοι έπεφταν στην αυλή του θυσιαστηρίου νεκροί. Ποιος έπεσε πρώτος, ποιος τελευταίος, κανείς δεν έμαθε ποτέ κι ούτε θα μάθει. Μόνο ισχυρισμοί των Εγγλέζων υπάρχουν για τη σειρά των σκυταλοδρόμων του Θανάτου. Στην ανάκριση λέχθηκε ότι πρώτος έπεσε ο Ανδρέας Κάρυος και σε λίγο ο Χρίστος Σαμάρας. Ακολούθησε ο Φώτης Πίττας και τελευταίος ο Ηλίας Παπακυριακού. ‘Οταν οι καπνοί διαλύθηκαν, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, οι Εγγλέζοι προχώρησαν δειλά-δειλά και λόγχισαν τους πεθαμένους σταυραετούς. Λόγχισαν τα νεκρά κορμιά με λύσσα και πυροβόλησαν τους ήρωες με περίστροφα. Δεν τους φοβόνταν πια! Ο Ανδρέας Κάρυος κι ο Χρίστος Σαμάρας έπεσαν ο ένας κοντά στον άλλο κατά το νότο. O δάσκαλος, ο Φώτης Πίττας προς την ανατολή. Κι ο Ηλίας Παπακυριακού βρέθηκε προς το βορρά.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΥΟΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου στις 16 Ιουλίου1926. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και αργότερα καταρτίστηκε μελετώντας θέματα θεολογίας, λογιστικής, αγγλικών και ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν στέλεχος της ΠΕΚ και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της ΣΕΚ, της ΠΕΟΝ και του θρησκευτικού συλλόγου του χωριού του. Τον Ιανουάριο του 1955 συνδέθηκε με τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Υπήρξε ο διοργανωτής και ο πρώτος υπεύθυνος του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. στο Αυγόρου.
Πήρε μέρος την 1η Απριλίου 1955 στην επιχείρηση αποκοπής των ηλεκτρικών καλωδίων παρά το Αυγόρου και έπαθε σοβαρά εγκαύματα. Συνελήφθη αρκετές φορές για τη δράση του και μετά την επίθεση της ομάδας του κατά του αστυνομικού σταθμού Άχνας καταζητήθηκε. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1956 και κλείστηκε στα κρατητήρια Πύλας, απ’ όπου απέδρασε στις 12 Μαρτίου 1958. Συνέχισε τη δράση του ως υποτομεάρχης στην περιοχή Κοκκινοχωριών. Διακρίθηκε για την πίστη του στο Θεό και στην Πατρίδα. Δείγμα του αγνού πατριωτισμού του είναι και τα πιο κάτω λόγια του:
«Την Κύπρο μας, το νησί με τον μακραίωνα πολιτισμό, το αγαπώ, γι’ αυτό πάλλει η καρδιά μου και στους βωμούς του θα προσφέρω κι αυτή τη ζωή μου, αν χρειαστεί».
* * *
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι και ο αδελφός του Ανδρέα, ο Γεώργιος Κάρυος, πέθανε στις 28 Οκτωβρίου 1958 σε μάχη με τους Άγγλους. Η μητέρα η μητέρα του Φλουρέντζα αποχαιρέτησε το δεύτερο βλαστάρι της με το αυτοσχέδιο δίστιχο ποίημά της:
«Κάθε σαράντα τζ’ ένα γιον διώ εις την πατρίδα τζ’ ελπίζω ότι σύντομα θα’ ρθει Ελευθερία».
ΦΩΤΗΣ ΠΙΤΤΑΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου στις 28 Φεβρουαρίου 1935. Αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο του χωριού του, το Γυμνάσιο Αμμοχώστου και το διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου. Έγινε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α., όταν ήταν σπουδαστής στο Κολέγιο. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Άχνας και ανέπτυξε πλούσια δράση στον μαχητικό, στον οργανωτικό και στον διαφωτιστικό τομέα. Καταζητήθηκε από τους Άγγλους στις 18 Οκτωβρίου 1956.
Ως καταζητούμενος πρόσφερε πολλά στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. στα χωριά Λύση, Βατυλή και Άσσια. Συνελήφθη στις 10 Ιανουαρίου 1957 και βασανίστηκε ανελέητα για 20 μέρες στις φυλακές της Αμμοχώστου. Με το αίμα που έφτυσε από τα βασανιστήρια ζωγράφισε στον τοίχο του κελιού του τη μορφή της ελευθερίας. Για τα φρικτά βασανιστήρια μας μιλά πολύ εύγλωττα το προσωπικό του ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραψε τις εμπειρίες του.
Κλείστηκε στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς και αργότερα της Πύλας, απ’ όπου δραπέτευσε με άλλους συναγωνιστές του στις 12 Μαρτίου 1958. Συνέχισε τη δράση του ως υποτομεάρχης στην περιοχή Λύσης. Είχε πλούσια και αποτελεσματική δράση. Οι Άγγλοι ενοχλημένοι επέβαλαν δεκαπενθήμερο κατ’ οίκον περιορισμό και επιδόθηκαν σε έρευνες, χωρίς αποτέλεσμα. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1958 έπεσε μαχόμενος για την ελευθερία της πατρίδας του στην ένδοξη μάχη του Αχυρώνα του Λιοπετρίου.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ
Γεννήθηκε στο χωριό Λυθράγκωμη της επαρχίας Αμμοχώστου στις 25 Ιανουαρίου 1938. Μετά την αποφοίτηση του από το δημοτικό σχολείο του χωριού του φοίτησε στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Μαθητής ακόμη της Ε΄ Γυμνασίου εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. και έδρασε ως μέλος των ομάδων κρούσεως. Πήρε μέρος σε βομβιστικές επιθέσεις. Καταζητήθηκε από τους Άγγλους προτού τελειώσει το Γυμνάσιο.
Τον Μάρτιο του 1957 ανέλαβε την ευθύνη του υποτομέα Άσσιας και των γύρω χωριών. Ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Μια από τις ενέργειές του ήταν η αρπαγή γαλλικών αυτομάτων όπλων από άνδρες του γαλλικού αποσπάσματος, που είχαν κάνει επέμβαση στο Σουέζ. Όταν το καλοκαίρι του 1958 οι Τούρκοι εξαπέλυσαν συστηματικές επιθέσεις εναντίων ελληνικών περιουσιών, οργάνωσε πολιτοφυλακή των Ελλήνων στα χωριά της περιοχής του και αντέκοψε τις τουρκικές επιθέσεις.
Στις 13 Ιουλίου 1958 με προσωπική του καθοδήγηση οι αγωνιστές της Άσσιας ανατίναξαν την υδραντλία, τα υποστατικά και τις υδατοδεξαμενές, από τις οποίες υδρεύονταν οι στρατοπεδευμένες αγγλικές δυνάμεις στον αστυνομικό σταθμό της Βατυλής. Στις 31 Ιουλίου 1958 ενέπεσε σε αγγλική περίπολο και πληγώθηκε στο πόδι. Αν και πληγωμένος κατόρθωσε να διαφύγει. Η δράση του συνεχίστηκε μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου 1958, μέρα του θανάτου του, όταν επιχείρησε ηρωική έξοδο από τον Αχυρώνα του Λιοπετρίου.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
Γεννήθηκε στο χωριό Λιοπέτρι της επαρχίας Αμμοχώστου στις 12 Φεβρουαρίου 1925. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του μέχρι την Τετάρτη τάξη. Επειδή ήταν φιλομαθής, θρήσκος και αγνός πατριώτης, έμαθε πολλά διαβάζοντας θρησκευτικά βιβλία και ελληνική ιστορία. Έψαλλε στην εκκλησία του χωριού του. Υπήρξε ο ιδρυτής της ΟΧΕΝ Λιοπετρίου και ο καθοδηγητής της χριστιανικής κίνησης των γύρω χωριών.
Από το 1954 εντάχθηκε σε μυστική οργάνωση, που προπαρασκεύαζε ένοπλη εξέγερση για την απελευθέρωση της Κύπρου. Τον Ιανουάριο του 1955 συνδέθηκε με τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Εργάστηκε για τη στρατολόγηση μελών της Ε.Ο.Κ.Α. Στις αρχές Μαρτίου του 1955 ορκίστηκαν στο σπίτι του τα πρώτα μέλη της Ε.Ο.Κ.Α. Λιοπετρίου.
Πήρε μέρος την 1η Απριλίου 1955 στην επίθεση που έγινε στη Δεκέλεια με υπεύθυνο τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Την ίδια μέρα καταζητήθηκε και μέχρι τον θάνατό του έμεινε επικηρυγμένος για 5.000 λίρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ανέπτυξε δράση στα χωριά Λιοπέτρι, Λιμνιά, Άγ. Σέργιο, Αυγόρου, Ορμήδεια, Περιστερωνοπηγή, Γαϊδουρά, Πυρκά και Πραστειό. Έπεσε μαχόμενος στον Αχυρώνα Λιοπετρίου για τα ιδανικά, που πίστευε από την παιδική του ηλικία.
ellas2.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου