Πάντα ήσουνα μαζί μου. Έβρισκες τρόπο να τριπάρεις στις πιο
δυσπρόσιτες αμυχές του εγκεφάλου και να τις περιθάλπεις με τον τρόπο σου
ώστε να μείνουν χαίνουσες κι ανεπούλωτες. Βαρούσες πυρετωδώς πόρτες και
παράθυρα στο κεφάλι μου< για να μου θυμίσεις την επιβλητική παρουσία
σου.
Αυτή που με τόσο κόπο προσπαθούσα να απαγκιστρώσω από κάθε
μισοπεθαμένη ουλή του εγκεφάλου και να την ξαναπετάξω στην θάλασσα.Οχληρός μόνιμος κάτοικος σε συνοικία του μυαλού, φοροφυγάς κι αναξιόπιστος. Διάρκεια κατοικίας, χρόνια. Νοίκι, απλήρωτο. Δεν ήσουν τότε κοντά μου να ζητήσω τα χρωστούμενα. Αλλά, πάλι το ξέχασα. Δεν ήμασταν ποτέ μαζί.
Δηλαδή ουσιαστικά μαζί. Ανούσια ήμασταν πάντα στο μυαλό μου. Λίγο όταν ξυπνούσα και σου ‘λεγα «καλημέρα», λίγο όταν έφτιαχνα λίγο παραπάνω καφέ και για ‘σένα, λίγο όταν σου άφηνα την τελευταία τζούρα απ’ το τσιγάρο, λίγο όταν έκανα χώρο στην ντουλάπα να μπούνε τα ρούχα σου και πολύ όταν έκανα χώρο απ’ το κρεβάτι να απλωθείς κι εγώ σου γκρίνιαζα.
Μόνο που η «καλημέρα» πήγαινε στους τοίχους, ο καφές στο νεροχύτη και το τσιγάρο έσβηνε στο τασάκι. Και κοίτα να δεις που τώρα κοιμάμαι μαζεμένη στην πιο μικρή ακρούλα του κρεβατιού, μην τυχόν και γυρίσεις και ντραπώ που δε βρεις την μεριά σου άθικτη, σαν να κλέβω κάτι που σου ανήκει. Που σου ανήκει στο ίδιο μου το κρεβάτι.
Και δεν είναι ότι δε μου είπες ποτέ «καλημέρα». Εσύ μου το έλεγες. Εγώ όχι, αλλά προσπαθούσα να κάνω τη μέρα σου όμορφη. Αυτή είναι η διαφορά μας. Από τότε σου λέω κάθε μέρα, αλλά δεν είμαι εκεί για να στη φτιάξω ούτε εσύ εδώ για να την ακούσεις. Στο λέω στο μυαλό μου, όπως όλα τα πράγματα που κάναμε μαζί. Κι ήταν πολύ λίγα, γι’ αυτό αναγκάζομαι να πλάθω ιστορίες και να παριστάνω τον ψυχάκια για να συμπληρώσω το «πολύ» μας.
Ένα «πολύ» που κανείς δεν προσπάθησε γι’ αυτό και καταδικάζεται να ζει με αναμνήσεις. Ιδεατές, γιατί δεν αρκούν για να συμπληρωθεί ούτε καν το επαρκές. Γιατί αν ζούσαμε κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο θα ήταν ξεκάθαρο ποιο μας λείπει. Η ανάμνηση όμως που δε σε γεμίζει πρέπει να συμπληρωθεί υποσυνείδητα με κάτι νόθο.
Θα σηκωθώ το πρωί νωρίτερα από ‘σένα για να σε ξυπνήσω, να σου πω αυτήν την «καλημέρα» και θα ξανακοιμηθώ στην ίδια αποπνικτική γωνία. Θα πάμε μαζί για ψώνια και μετά για φαγητό. Έχουμε πολλά να κάνουμε αύριο. Και δε θα είναι ψεύτικα όλα αυτά. Είναι πραγματικότητα. Θα είναι μια ρεαλιστική σκέψη. Δε χάνω το μυαλό μου, απλά αναρωτιέμαι αν όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά, το βρίσκω έστω για μια στιγμή.
Απλά μου λείπουν όλα αυτά που δε ζήσαμε μαζί. Ο χαμένος χρόνος, τα χαμένα λόγια. Εσύ, πριν γίνεις ανάμνηση. Τα μάτια σου που δε φαίνονταν το βράδυ που συναντηθήκαμε. Σκοτάδι, σε μισώ που μου στέρησες τέτοιο θέαμα.
Δε φταίει κανείς. Απλά εσύ μου μιλούσες με λόγια κι εγώ σε άκουγα με συναισθήματα. Εσύ μου έλεγες «σε μισώ» κι εγώ άκουγα «σε λατρεύω». Εγώ σου έλεγα «θα φύγω» κι εσύ άκουγες «πάμε να φύγουμε μαζί.» Σου έλεγα «φύγε» κι εσύ άκουγες «μείνε για πάντα».
Και τελικά αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος μας. Που δε φύγαμε μαζί. Που δεν πήρα τα μάτια σου να φύγω μαζί τους. Που αν κάποτε βρω κάποια να τους μοιάζουν, θα κατεβάσω το βλέμμα μου. Είναι αμαρτία να τα κοιτάξω όπως τα δικά σου.
Φταίμε κι οι δύο. Εγώ που δε σε κράτησα κι εσύ που δε με άντεξες.
Επιμέλεια Κειμένου Δέσποινας Διαμαντοπούλου: Πωλίνα Πανέρη.
pillowfights
μονταζ teo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου