Θελκτική,
τολμηρή, προκλητική, σαγηνευτική, αεικίνητη, πλανεύτρα, επικοινωνιακή,
γοητευτική. Η ταλαντούχα ηθοποιός, η θερμή αγωνίστρια της Δημοκρατίας, η
ασυμβίβαστη πολιτικός. Με άλλα λόγια, η Μελίνα Μερκούρη! Η Μελίνα μας!
Πέρασαν 26 χρόνια από εκείνο το ανοιξιάτικο κυριακάτικο απόγευμα της
Αποκριάς, ημέρας κεφιού και χαράς (6 Μαρτίου 1994) , όταν η Ελλάδα
βυθίστηκε στο πένθος για τον θάνατο της «Τελευταίας Ελληνίδας θεάς»,
όπως την είχε χαρακτηρίσει δημοσιογράφος της Ιταλικής εφημερίδας
«Κοριέρε ντελα Σέρα». Ο μύθος της ακόμη και σήμερα παραμένει ζωντανός.
Γεννήθηκε Ελληνίδα και πέθανε Ελληνίδα
Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18
Οκτωβρίου του 1920. Ήταν γόνος πολιτικής οικογένειας, μιας και ο
πατέρας της Σταμάτης Μερκούρης ήταν βουλευτής, ενώ ο παππούς της Σπύρος
Μερκούρης ήταν δήμαρχος Αθηναίων επί σειρά ετών. Παντρεύτηκε σε νεαρή
ηλικία τον Πάνο Χαροκόπο, αλλά χωρίζει γρήγορα λόγω της μεγάλης της
αγάπης για το θέατρο. Σπούδασε θέατρο στην Δραματική Σχολή του Εθνικού
(1943-46) και έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944 με το έργο του
Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς». Σαν πρωταγωνίστρια
καθιερώθηκε το 1949 με τον ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά από το έργο του
Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Από το 1951 αρχίζει να
πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε
μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ.
Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή
και την παριζιάνικη. Γέμιζε την σκηνή με την εντυπωσιακή της εμφάνιση
και ζούσε τους ρόλους που υποδυόταν.
Αρκετά αξιόλογη ήταν και η πορεία της στην μεγάλη οθόνη. Στον
κινηματογράφο, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ταινία «Στέλλα» (1955)
του Μιχάλη Κακογιάννη που είχε γραφτεί αρχικά με την μορφή θεατρικού
έργου ( «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια») από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη
ειδικά για την Μελίνα. Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε με ελληνική
παραγωγή και την καθιέρωσε σαν κινηματογραφική φιγούρα. Το 1956 γνωρίζει
τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν και ενώθηκαν στην ζωή και την τέχνη.
Το 1960 το φιλμ «Ποτέ την Κυριακή του Ντασέν την κάνει διάσημη σε όλη
την υφήλιο, ένα φιλμ που βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού («Τα
παιδιά του Πειραιά» Μάνος Χατζιδάκις). Το «Ποτέ την Κυριακή», της χάρισε
αρκετές σημαντικές διακρίσεις και παγκόσμια αναγνώριση, όπως το βραβείο
πρώτου γυναικείου ρόλου στις Κάννες, η υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου
γυναικείου ρόλου κλπ. Έπαιξε σε αρκετές ακόμη ταινίες του παγκόσμιου
κινηματογράφου, όπως «Φαίδρα» (1961), «Τοπ Καπί» (1964), «Ραντεβού στη
Λισσαβόνα» (1966), «Η δοκιμή» (1973), «Κραυγή γυναικών» (1978) και
πολλές ακόμη. Άλλος σταθμός στην θεατρική της καριέρα ήταν το 1966 με
την παράσταση «Illya Darling», δηλαδή την μουσική κωμωδία του «Ποτέ την
Κυριακή» στο Broadway των ΗΠΑ με συμπρωταγωνιστή της τον Νίκο Κούρκουλο,
ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε ολόκληρες της Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταυτόχρονα είχε σπουδαία πορεία στην δισκογραφία καθώς έχουν
κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtrack ταινιών
και θεατρικών παραστάσεων.
Το
καλοκαίρι του 1967, έλαβε ένα τηλεφώνημα από δημοσιογράφο που της
ανακοίνωσε ότι ο υπουργός Εσωτερικών της Χούντας, Στυλιανός Παττακός της
αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια για πολιτικούς λόγους και δήμευσε ην
περιουσία της. Εκείνη απάντησε με την γνωστή πλέον φράση «Γεννήθηκα
Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο κ. Παττακός φασίστας γεννήθηκε και θα
πεθάνει φασίστας». Αναγκάζεται να μείνει στο εξωτερικό. Μαζί με τον
Μίκη Θεοδωράκη και τον Ζυλ Ντασέν, εντάχθηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Έβγαζε πύρινους λόγους κατά της Χούντας στις πλατείες όλων των
ευρωπαϊκών πρωτευουσών, έκανε συναυλίες, ηχογράφησε τραγούδια με
Ελληνικά και Γαλλικά τραγούδια που αναφέρονταν στην Ελλάδα και την
ελευθερία, παρείχε φιλοξενία στο σπίτι της στο Παρίσι σε εξόριστους
καταζητούμενους του καθεστώτος και έστελνε χρηματική βοήθεια στις
οικογένειές τους στην Ελλάδα. Κατά την διάρκεια των αγώνων της, έγιναν
εναντίον της απόπειρες δολοφονίας, μία από τις οποίες παραλίγο να της
στερήσει τη ζωή.
Το 1974 με την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, επέστρεψε στην
Ελλάδα. Η αντιδικτατορική της δράση, την έκανε να σκεφτεί σοβαρά να
ασχοληθεί με την πολιτική. Στα χρόνια της εξορίας είχε άλλωστε γνωριστεί
με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κατεβαίνει υποψήφια στην Β` Πειραιά με το
ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1974, αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί, πράγμα που
καταφέρνει στην εκλογική αναμέτρηση του 1977. Παράλληλα, το 1975,
ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της
πεντάρας», το 1976 την «Μήδεια"» με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το
«Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη ,
παράσταση για την οποία γράφτηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην
κλαις» για να τραγουδηθεί από την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα.
Τέλος μετά από 20 χρόνια, το 1980, ξανανέβασε το «Γλυκό πουλί της
Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της
καριέρα με την «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο
Τέχνης.
Διετέλεσε
υπουργός Πολιτισμού την περίοδο 1981 –1989 θέση η οποία της έδωσε το
έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων
μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις
προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει τον θεσμό των
δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την
πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των
πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985.
συνέλαβε την ιδέα και ανέθεσε τη μελέτη ενοποίησης των αρχαιολογικών
χώρων της Αθήνας, την ενοποίηση δηλαδή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας
στον άξονα Ιερά Οδός - Πλάκα - Στύλοι Ολυμπίου Διός, για τη δημιουργία
ενός αρχαιολογικού πάρκου.
Κατά την διάρκεια της θητείας της, μπορεί να μην έκανε 10.000.000
νόμους, αλλά έβαλε τον πολιτισμό στις πρώτες σελίδες. Έκανε πολιτική
άλλου τύπου, πιο ανθρώπινη. Είχε μεγάλη οξυδέρκεια και τεράστιο ένστικτο
και ως πολιτικός και ως άνθρωπος. Η Μελίνα σίγουρα δεν είχε σκοπό να
είναι μια συνηθισμένη πολιτικός. Ήταν η πρώτη βουλευτής που εμφανίστηκε
στην Βουλή με παντελόνια. Παρακαλούσε με χαριτωμένο τρόπο να της δοθούν
κονδύλια για τον πολιτισμό και στρίμωχνε στην γωνία τους άλλους
υπουργούς να, εκλιπαρώντας να την σώσουν. Η πολιτική σκηνή της Ευρώπης,
την υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Ερχόταν σε επαφή με κορυφαίους
ευρωπαίους πολιτικούς, όπως τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Ζακ Λανγκ και
αναδείκνυε τα εθνικά μας θέματα.
Το
1988, χτυπήθηκε από τον καρκίνο και πάλεψε γενναία με την ασθένεια για
έξι ολόκληρα χρόνια. Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς
όμως επιτυχία. Το 1992 εμφανίστηκε στην Όπερα «Πυλάδης» των Κουρουπού -
Χειμωνά, σε σκηνοθεσία Δ. Φωτόπουλου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Ερμήνευσε τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Τον Οκτώβριο του 1993 με την
επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, επέστρεψε στο υπουργείο Πολιτισμού. Στην
δεύτερη αλλά σύντομη αυτή θητεία της στο υπουργείο, έδωσε μεγάλη
σημασία στην εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα
σχολεία.
Τα
προβλήματα της υγείας της ήταν ήδη πολύ σοβαρά. Στις 7 Φεβρουαρίου του
1994, αναχώρησε για το εξωτερικό πλήρης ελπίδων. Στις 13 Φεβρουαρίου του
1994, εισήχθη στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης. Οι ελπίδες σταδιακά
χάνονται, καμία αχτίδα φωτός. Την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994, άφησε την
τελευταία της πνοή. Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του
1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της
Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Η
σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε
διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ
ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του
1994 εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως
μετά 3.000.000 άνθρωποι την συνόδευσαν ως το Α' Νεκροταφείο Αθηνών,
τραγουδώντας της τις επιτυχίες της «Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι» και
«Τα παιδιά του Πειραιά». Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές
αρχηγού κράτους. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο. Κανένας Έλληνας στην
νεότερη ιστορία δεν κηδεύτηκε με τέτοιες τιμές και με τέτοια
συνταρακτική λαϊκή παρουσία. Ο θάνατός της προκάλεσε εκδηλώσεις
συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες έστειλαν
συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα. Την ώρα της
κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παρέμειναν κλειστά.
Στην διάρκεια της ζωής της βραβεύτηκε από πολλούς φορείς για το έργο της.
H
6η Μαρτίου, ημέρα θανάτου της Μελίνας Μερκούρη, έχει ορισθεί από την
UNESCO ως παγκόσμια μέρα πολιτισμού κατά την οποία απονέμεται το
Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» ως βραβείο πολιτιστικής προσφοράς. Το βραβείο
αυτό δίνεται από το 1997 και κάθε δύο χρόνια σε ανθρώπους ή οργανισμούς
για την προσπάθειά τους να διασωθούν μνημεία πολιτισμού της
ανθρωπότητας. Το βραβείο περιλαμβάνει και μία συμβολική επιταγή ύψους
20000 US$.
Η Μελίνα σε πρώτο πρόσωπο:
«Δεν πίστεψα ποτέ ότι τελειώνω με την ζωή. Αυτό που ξέρω είναι ότι είμαι πάτσι με την ζωή, ότι υπέφερα εξίσου και χάρηκα».
«Ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας»
«Αγαπώ
όλα όσα φτιάχνουν την Ελλάδα: την τρέλα μας, το χιούμορ μας, τα μίση
μας, την παλικαριά μας, τα βουνά μας, τα γυμνά μας δέντρα, την θάλασσά
μας, την μυρωδιά της ντομάτας και του τυριού, την ιστορία μας, το
παρελθόν μας. Αν δοκιμάσουν να μου τα στερήσουν θα παλέψω με νύχια και
με δόντια».
«Πρέπει
να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι οι
θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στην
δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας».
«Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα θα επιστρέψουν στην Ελλάδα όταν ζω, αλλά κι αν δεν ζω, θα ξαναγεννηθώ».
rip-people
rip-people
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου