Λέον Τρότσκι
1. Είναι αλήθεια ότι ο Χίτλερ έχει καταστρέψει τις «δημοκρατικές προλήψεις»;
Το ψήφισμα του Απριλίου, του Προεδρείου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής
Διεθνούς «για την παρούσα κατάσταση στη Γερμανία», πιστεύουμε ότι θα
μείνει στην ιστορία ως η τελική μαρτυρία για την χρεοκοπία της
Κομμουνιστικής Διεθνούς των επιγόνων.
Το ψήφισμα στεφανώνεται με μια πρόγνωση κατά την οποία όλα τα ελαττώματα και οι προκαταλήψεις της σταλινικής γραφειοκρατίας φτάνουν στην κορύφωση τους. «Η δημιουργία μιας ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας», διακηρύσσει το ψήφισμα με έντονα γράμματα, «επιταχύνει το ρυθμό της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης στη Γερμανία, καταστρέφοντας όλες τις δημοκρατικές αυταπάτες των μαζών και απελευθερώνοντάς τες από την επιρροή της Σοσιαλδημοκρατίας».
Το ψήφισμα στεφανώνεται με μια πρόγνωση κατά την οποία όλα τα ελαττώματα και οι προκαταλήψεις της σταλινικής γραφειοκρατίας φτάνουν στην κορύφωση τους. «Η δημιουργία μιας ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας», διακηρύσσει το ψήφισμα με έντονα γράμματα, «επιταχύνει το ρυθμό της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης στη Γερμανία, καταστρέφοντας όλες τις δημοκρατικές αυταπάτες των μαζών και απελευθερώνοντάς τες από την επιρροή της Σοσιαλδημοκρατίας».
Ο
φασισμός, όπως φαίνεται, έχει γίνει απροσδόκητα η ατμομηχανή της
ιστορίας: καταστρέφει δημοκρατικές αυταπάτες, αποσπά τις μάζες από την
επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας, επιταχύνει την ανάπτυξη της προλεταριακής
επανάστασης. Η σταλινική γραφειοκρατία εκχωρεί στο φασισμό την
ολοκλήρωση των βασικών καθηκόντων που αποδείχτηκε εντελώς ανίκανη να
φέρει σε πέρας.
Θεωρητικά,
η νίκη του φασισμού είναι αναμφίβολα μια απόδειξη του γεγονότος ότι η
δημοκρατία έχει εξαντληθεί. Αλλά πολιτικά, το φασιστικό καθεστώς
διατηρεί τις δημοκρατικές προλήψεις, τις αναδημιουργεί, τις ενσταλάζει
στην νεολαία, και μπορεί ακόμα να προσδώσει σε αυτές, για ένα σύντομο
χρόνο, την μεγαλύτερη δύναμη. Ακριβώς σ’ αυτό συνίσταται μια από τις πιο
σημαντικές εκδηλώσεις του αντιδραστικού ιστορικού ρόλου του φασισμού.
Οι
δογματικοί σκέφτονται σχηματικά. Οι μάζες σκέφτονται με γεγονότα. Η
εργατική τάξη αντιλαμβάνεται τα γεγονότα όχι ως πειράματα με την μια ή
την άλλη «θέση» αλλά ως ζωντανές αλλαγές στη μοίρα των ανθρώπων. Η νίκη
του φασισμού βαραίνει ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο στην κλίμακα της
πολιτικής ανάπτυξης σε σχέση με την πρόγνωση για το αόριστο μέλλον που
απορρέει από αυτήν. Αν είχαμε ένα προλεταριακό κράτος που αναπτύχθηκε
μέσα από την χρεωκοπία της δημοκρατίας, την ανάπτυξη της κοινωνίας,
καθώς και την ανάπτυξη της μαζικής συνείδησης, θα είχαμε κάνει ένα
μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Όμως, στο βαθμό που στην πραγματικότητα έχει
νικήσει ο φασισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε από την χρεωκοπία της
δημοκρατίας, η συνείδηση των μαζών πήγε πολύ πίσω - φυσικά, μόνο
προσωρινά. Η συντριβή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης από τον Χίτλερ δεν
μπορεί να βάλει τέλος στις δημοκρατικές αυταπάτες των μαζών περισσότερο
απ’ ό,τι μπορεί να κάψει τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό η πυρπόληση του
Ράιχσταγκ από το Γκέρινγκ.
2. Το παράδειγμα της Ισπανίας και της Ιταλίας
Για
τέσσερα συνεχόμενα χρόνια ακούγαμε ότι η δημοκρατία και ο φασισμός δεν
αποκλείουν αλλά συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Πώς μπορεί λοιπόν η νίκη
του φασισμού να διαλύσει τη δημοκρατία, μια για πάντα; Θα θέλαμε να
έχουμε κάποιες εξηγήσεις για το ζήτημα αυτό από τον Μπουχάριν, τον
Ζινόβιεφ, ή τον «ίδιο» τον Μανουίλσκι.
Η στρατιωτική-αστυνομική δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα1
χαρακτηρίστηκε από την Κομιντέρν φασισμός. Αλλά αν η νίκη του φασισμού
σηματοδοτεί την τελική διάλυση των δημοκρατικών προλήψεων, πώς μπορεί να
εξηγηθεί ότι η δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα έδωσε τη θέση της σε μια
αστική δημοκρατία; Είναι αλήθεια ότι το καθεστώς του Ριβέρα δεν ήταν
φασισμός. Αλλά είχε, εν πάση περιπτώσει, πολλά κοινά με το φασισμό:
προέκυψε ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας του κοινοβουλευτικού καθεστώτος.
Αυτό δεν το εμπόδισε, ωστόσο, μετά την αποκάλυψη της δικιάς του
χρεοκοπίας, να δώσει τη θέση του στον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό.
Μπορεί
κάποιος να προσπαθήσει να πει ότι η ισπανική επανάσταση είναι
προλεταριακή στις τάσεις της, και ότι η σοσιαλδημοκρατία σε συμμαχία με
άλλους Δημοκρατικούς, κατάφεραν να διακόψουν την ανάπτυξη της στο στάδιο
του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αλλά αυτή η ένσταση, σωστή από μόνη της,
αποδεικνύει μόνο με μεγαλύτερη σαφήνεια την άποψή μας ότι, αν η αστική
δημοκρατία κατάφερε να παραλύσει την επανάσταση του προλεταριάτου, αυτό
οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι κάτω από το ζυγό της «φασιστικής» δικτατορίας, οι δημοκρατικές αυταπάτες δεν αποδυναμώθηκαν, αλλά ενισχύθηκαν.
Έχουν
εξαφανιστεί οι «δημοκρατικές αυταπάτες» στην Ιταλία κατά τη δεκαετία
του δεσποτισμού του Μουσολίνι; Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι
ίδιοι οι φασίστες έχουν την τάση να απεικονίζουν την κατάσταση που
επικρατεί. Στην πραγματικότητα, όμως, οι δημοκρατικές αυταπάτες αποκτούν
μια νέα δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μια νέα γενιά έχει
μεγαλώσει. Από πολιτική άποψη, δεν έχει ζήσει σε συνθήκες ελευθερίας,
αλλά ξέρει πολύ καλά τι είναι ο φασισμός: αυτή είναι η πρώτη ύλη για την
χυδαία δημοκρατία. Η οργάνωση Justizia e Liberia (Δικαιοσύνη και Ελευθερία)2
διανέμει παράνομη δημοκρατική φιλολογία στην Ιταλία, και όχι χωρίς
επιτυχία. Οι ιδέες της δημοκρατίας βρίσκουν συνεπώς οπαδούς, οι οποίοι
είναι έτοιμοι να θυσιαστούν. Ακόμη και οι πλαδαρές γενικεύσεις του
μοναρχικού φιλελεύθερου, κόμητα Σφόρτσα3, εξαπλώνονται με τη μορφή των παράνομων φυλλαδίων. Τόσο πίσω έχει πάει η Ιταλία όλα αυτά τα χρόνια!
Παραμένει
ακατανόητο, το γιατί ο φασισμός στη Γερμανία καλείται να παίξει ένα
ρόλο εντελώς αντίθετο απ’ αυτόν που που διαδραμάτισε στην Ιταλία. Επειδή
«η Γερμανία δεν είναι η Ιταλία»; Ο νικηφόρος ο φασισμός, στην
πραγματικότητα, δεν είναι μια ατμομηχανή της ιστορίας, αλλά τα
γιγαντιαία φρένα της. Ακριβώς όπως η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας
προετοίμασε το θρίαμβο του Χίτλερ, έτσι και το καθεστώς του
εθνικοσοσιαλισμού οδηγεί αναπόφευκτα στην αναθέρμανση των δημοκρατικών
αυταπατών.
3. Μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να αναγεννηθεί;
Οι
Γερμανοί σύντροφοι βεβαιώνουν ότι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες και
μάλιστα πολλοί σοσιαλδημοκράτες γραφειοκράτες είναι «απογοητευμένοι» με
τη δημοκρατία. Πρέπει να αντλήσουμε ό,τι μπορούμε από τις διαθέσεις
κριτικής των ρεφορμιστών εργατών, προς το συμφέρον της επαναστατικής
εκπαίδευσής τους. Αλλά την ίδια στιγμή η έκταση της «απογοήτευσης» των
ρεφορμιστών πρέπει να γίνει κατανοητή με σαφήνεια. Η αρχιερείς της
σοσιαλδημοκρατίας επικρίνουν τη δημοκρατία, για να δικαιολογηθούν.
Απρόθυμοι να παραδεχθούν ότι οι ίδιοι αποδείχτηκαν αξιοκαταφρόνητα
δειλοί, ανίκανοι να αγωνιστούν για τη δημοκρατία, την οποία δημιούργησαν
και για τις προνομιακές τους θέσεις μέσα σ’ αυτήν, οι κύριοι αυτοί
μεταθέτουν την ευθύνη από τους εαυτούς τους στην άυλη δημοκρατία. Όπως
βλέπουμε, αυτός ο ριζοσπαστισμός δεν είναι μόνο φτηνός, αλλά και πέρα
για πέρα ψεύτικος! Αρκεί ένα νεύμα της αστικής τάξης με το μικρό της
δαχτυλάκι και αυτοί οι «απογοητευμένοι» θα πάνε τρέχοντας με τα τέσσερα
σε ένα νέο συνασπισμό μαζί της. Είναι αλήθεια, ότι μέσα στις μάζες των
σοσιαλδημοκρατών εργατών γεννιέται μια πραγματική αποστροφή για τις
προδοσίες και τις αυταπάτες της δημοκρατίας. Αλλά σε ποιο βαθμό; Το
μεγαλύτερο τμήμα των 7 έως 8 εκατομμυρίων σοσιαλδημοκρατών εργατών
βρίκσεται σε μια κατάσταση τεράστιας σύγχυσης, σκυθρωπής παθητικότητας
και συνθηκολόγησησ με τους νικητές. Την ίδια στιγμή, μια νέα γενιά θα
αναπτυχθεί κάτω από τη μπότα του φασισμού, μια γενιά στην οποία το
Σύνταγμα της Βαϊμάρης, θα αποτελεί ιστορικό μύθο. Σε ποια γραμμή τότε θα
κινηθούν οι πολιτικές αποκρυσταλλώσεις μέσα στην εργατική τάξη; Αυτό
εξαρτάται από πολλές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων, φυσικά, και από
την πολιτική μας.
Ιστορικά,
η άμεση αντικατάσταση του φασιστικού καθεστώτος από ένα εργατικό
κράτος, δεν αποκλείεται. Όμως, για την υλοποίηση αυτής της δυνατότητας
είναι απαραίτητο ένα ισχυρό παράνομο Κομουνιστικό Κόμμα που θα
σχηματιστεί κατά τη διαδικασία του αγώνα ενάντια στο φασισμό, υπό την
ηγεσία του οποίου το προλεταριάτο θα μπορούσε να καταλάβει την εξουσία.
Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι η δημιουργία ενός επαναστατικού κόμματος
αυτού του είδους στην παρανομία, δεν είναι πολύ πιθανό· εν πάση
περιπτώσει, τίποτα δεν την εξασφαλίζει εκ των προτέρων. Η δυσαρέσκεια, η
αγανάκτηση, ο αναβρασμός των μαζών, από κάποια στιγμή και μετά, θα
μεγαλώνουν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι ο παράνομος σχηματισμός του
κόμματος της πρωτοπορίας. Και κάθε έλλειψη σαφήνειας στη συνείδηση των
μαζών θα βοηθήσει αναπόφευκτα τη δημοκρατία.
Αυτό
δεν σημαίνει καθόλου ότι μετά την πτώση του φασισμού, η Γερμανία θα
πρέπει να περάσει και πάλι από το πολυετές σχολείο του
κοινοβουλευτισμού. Ο φασισμός δεν θα εξαλείψει τις πολιτική εμπειρία του
παρελθόντος. Είναι ακόμη λιγότερο ικανός να αλλάξει την κοινωνική δομή
του έθνους. Θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος να περιμένουμε μια νέα μακρά
δημοκρατική εποχή στην ανάπτυξη της Γερμανίας. Όμως μέσα στην
επαναστατική αφύπνιση των μαζών, τα δημοκρατικά συνθήματα θα αποτελέσουν
αναπόφευκτα το πρώτο κεφάλαιο. Ακόμη και αν η περαιτέρω ανάπτυξη του
αγώνα δεν επιτρέψει, ακόμη και για μία μόνο ημέρα, την αναγέννηση ενός
δημοκρατικού κράτους - και αυτό είναι πολύ πιθανό - ο ίδιος αυτός αγώνας
δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρακάμπτοντας τα δημοκρατικά συνθήματα! Ένα
επαναστατικό κόμμα που θα προσπαθήσει να πηδήξει πάνω από αυτό το στάδιο
θα σπάσει το λαιμό του.
Το ζήτημα της σοσιαλδημοκρατίας είναι στενά συνδεδεμένο με αυτή τη γενική προοπτική. Θα εμφανιστεί ξανά στη σκηνή;
Η
παλιά οργάνωση έχει χαθεί ανεπίστρεπτα. Αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει
ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να αναγεννηθεί με μια νέα ιστορική
μάσκα. Τα οπουρτουνιστικά κόμματα που καταρρέουν και αποσυντίθενται τόσο
εύκολα κάτω από τα χτυπήματα της αντίδρασης, έρχονται πίσω στη ζωή
εξίσου εύκολα με την πρώτη πολιτική αναγέννηση. Αυτό το διαπιστώσαμε στη
Ρωσία με το παράδειγμα των Μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών. Η
γερμανική σοσιαλδημοκρατία μπορεί όχι μόνο να αναγεννηθεί, αλλά ακόμη
και να αποκτήσει μεγάλη επιρροή, αν το επαναστατικό προλεταριακό κόμμα
προβάλει μια δογματική «άρνηση» για τα συνθήματα της δημοκρατίας αντί να
υιοθετήσει μια διαλεκτική στάση απέναντί τους. Το Προεδρείο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς σε αυτόν το ζήτημα, όπως και σε τόσα άλλα,
παρέχει δωρεάν εξυπηρέτηση στον ρεφορμισμό.
4. Οι μπραντλερικοί βελτιώνουν τους σταλινικούς
Η
σύγχυση στο ζήτημα των δημοκρατικών συνθημάτων έχει αποκαλυφθεί πιο
βαθιά στις προγραμματικές θέσεις της οπορτουνιστικής ομάδας των
Μπράντλερ-Ταλχάιμερ4
σχετικά με το ζήτημα του αγώνα ενάντια στο φασισμό. Το Κομμουνιστικό
Κόμμα, διαβάζουμε στις θέσεις, «θα πρέπει να ενώσει τις εκδηλώσεις
δυσαρέσκειας όλων[!] των τάξεων εναντίον της φασιστικής δικτατορίας» (Gegen den Strom,
σελίδα 7. Η λέξη «όλων» υπογραμμίζεται στο πρωτότυπο). Την ίδια στιγμή,
οι θέσεις προειδοποιούν με επιμονή: «Τα μερικά σύνθημα δεν μπορεί να
έχουν ένα αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα». Μεταξύ αυτών των δύο δηλώσεων,
κάθε μία από τις οποίες είναι εσφαλμένη, υπάρχει μια αγεφύρωτη αντίφαση.
Κατ’ αρχάς, η φόρμουλα για τη ενοποίηση της δυσαρέσκειας «όλων των
τάξεων» ακούγεται εντελώς απίστευτη. Οι Ρώσοι μαρξιστές είχαν κάνει
κάποτε κατάχρηση μιας τέτοιας φόρμουλας στον αγώνα κατά του Τσαρισμού.
Απ’ αυτή την κατάχρηση αναπτύχθηκε η μενσεβίκη αντίληψη της
επανάστασης, που στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τον Στάλιν για την Κίνα.
Αλλά στη Ρωσία, τουλάχιστον, υπήρχε ένα ζήτημα σύγκρουσης του αστικού
έθνους με την προνομιούχα μοναρχία. Με ποια λογική μπορεί κανείς να
μιλήσει, σε ένα αστικό έθνος, για αγώνα «όλων των τάξεων» ενάντια στο
φασισμό που είναι το εργαλείο της μεγαλοαστικής τάξης ενάντια στο
προλεταριάτο; Θα ήταν χρήσιμο να δούμε πώς ο Ταλχάιμερ, ο κατασκευαστής των θεωρητικών χυδαιοτήτων, θα ενοποιήσει τη δυσαρέσκεια του Χούγκενμπεργκ5 - και αυτός επίσης είναι δυσαρεστημένος - με τη δυσαρέσκεια του άνεργου. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ενοποιήσει ένα κίνημα «όλων των τάξεων», αν όχι στη βάση της αστικής δημοκρατίας; Πραγματικά, ένας κλασικός συνδυασμός οπορτουνισμού με έναν υπερριζοσπαστισμό στα λόγια!
Το
κίνημα του προλεταριάτου ενάντια στο φασιστικό καθεστώς θα αποκτάει όλο
και πιο μαζικό χαρακτήρα, στο βαθμό που η μικροαστική τάξη θα
απογοητεύεται από το φασισμό, απομονώνοντας τις κορυφές των κατεχόντων
και τον κυβερνητικό μηχανισμό. Το καθήκον ενός προλεταριακού κόμματος θα
είναι να αξιοποιήσει την αποδυνάμωση του ζυγού της μικροαστικής
αντίδρασης για να κινητοποιήσει το προλεταριάτο προκειμένου να κερδίσει
τα κατώτερα στρώματα της μικροαστικής τάξης.
Είναι
αλήθεια, η αύξηση της δυσαρέσκειας των μεσαίων στρωμάτων και η αύξηση
της αντίστασης των εργαζομένων θα δημιουργήσει μια ρωγμή στο μπλοκ των
κυρίαρχων τάξεων και θα δώσει ώθηση στην «αριστερή πτέρυγά» τους να
αναζητήσει επαφή με την μικροαστική τάξη. Το καθήκον του προλεταριακού
κόμματος σε σχέση με τη «φιλελεύθερη» πτέρυγα των ιδιοκτητών θα είναι
όμως, όχι να συμπεριληφθούν και οι δύο σε ένα μπλοκ «όλων των τάξεων»
ενάντια στο φασισμό, αλλά, αντίθετα, να κηρύξει άμεσα μια αποφασιστική
μάχη εναντίον του για την επιρροή στα χαμηλότερα στρώματα των
μικροαστών.
Κάτω
από ποια πολιτικά συνθήματα θα διεξαχθεί αυτός ο αγώνας; Η δικτατορία
του Χίτλερ προέκυψε απευθείας από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Οι
εκπρόσωποι της μικροαστικής τάξης έδωσαν με τα χέρια τους στον Χίτλερ
την εντολή για μια δικτατορία. Αν υποθέσουμε ότι η φασιστική κρίση θα
έχει μια πολύ ευνοϊκή και γρήγορη ανάπτυξη, τότε το αίτημα για τη
σύγκληση του Ράιχσταγκ με τη συμμετοχή όλων των εξόριστων βουλευτών
μπορεί, κάποια στιγμή, να ενώσει τους εργάτες με τα πιο πλατιά στρώματα
των μικροαστών. Αν η κρίση ξεσπάσει αργότερα και η μνήμη του Ράιχσταγκ
έχει εξαφανιστεί με τον χρόνο, τότε το σύνθημα των νέων εκλογών μπορεί
να αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα. Αρκεί ότι ένας τέτοιος δρόμος είναι
δυνατός. Το να δεσμευτούμε όμως σε σχέση με τα προσωρινά δημοκρατικά
συνθήματα που μπορεί να μας επιβληθούν από τους μικροαστούς συμμάχους
μας και από τα καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου, θα ήταν
μοιραίος δογματισμός.
Οι Μπράντλερ-Ταλχάιμερ πιστεύουν, ωστόσο, ότι θα πρέπει να υποστηρίζουμε μόνο τα «δημοκρατικά δικαιώματα για τις εργαζόμενες μάζες: Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, του συνδικαλισμού, της ελευθερίας του Τύπου, της οργάνωσης και των απεργιών.» Για να τονίσουν περισσότερο τον ριζοσπαστισμό τους, προσθέτουν: «αυτά τα αιτήματα πρέπει να διακρίνονται αυστηρά[!] από τα αστικοδημοκρατικά αιτήματα των καθολικών δημοκρατικών δικαιωμάτων.» Δεν υπάρχει πιο άθλιο πρόσωπο από τον οπορτουνιστή με το μαχαίρι του υπερριζοσπαστισμού ανάμεσα στα δόντια του!
Η ελευθερία του συνέρχεσθαι και του Τύπου μόνο
για τις εργαζόμενες μάζες είναι νοητή μόνο στη δικτατορία του
προλεταριάτου, δηλαδή, με την εθνικοποίηση των κτιρίων, των εκτυπωτικών
εγκαταστάσεων, κλπ. Είναι πιθανό ότι η δικτατορία του προλεταριάτου στη
Γερμανία θα πρέπει επίσης να θεσπίσει νόμους έκτακτης ανάγκης εναντίον
των εκμεταλλευτών: αυτό εξαρτάται από την ιστορική στιγμή, από τις
διεθνείς συνθήκες, από την σχέση των εσωτερικών δυνάμεων. Αλλά σε καμιά
περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, έχοντας κατακτήσει την εξουσία,
οι εργάτες της Γερμανίας θα είναι αρκετά ισχυροί ώστε να επιτρέψουν την
ελευθερία του συνέρχεσθαι και του Τύπου και για τους εκμεταλλευτές του
χθες, βέβαια, σύμφωνα με την πραγματική πολιτική επιρροή τους, και όχι
με το μέγεθος του ταμείου τους· το ταμείο θα έχει απαλλοτριωθεί. Έτσι,
ακόμη και για την περίοδο της δικτατορίας, δεν υπάρχει κατ’ αρχήν καμία
βάση για τον εκ των προτέρων περιορισμό της ελευθερίας του συνέρχεσθαι
και του Τύπου μόνο στις εργαζόμενες μάζες. Το προλεταριάτο μπορεί
να υποχρεωθεί να εφαρμόσει έναν τέτοιο περιορισμό. Αλλά αυτό δεν είναι
ένα ζήτημα αρχής. Είναι διπλά παράλογο να υποστηρίζουμε ένα τέτοιο
αίτημα υπό τις συνθήκες της σημερινής Γερμανίας, όταν η ελευθερία του
Τύπου και του συνέρχεσθαι ισχύει για όλους, εκτός από το προλεταριάτο. Η
αφύπνιση του αγώνα του προλεταριάτου ενάντια στη φασιστική κόλαση θα
πραγματοποιηθεί, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, σύμφωνα με τα συνθήματα:
να δωθούν και σε μάς, τους εργάτες, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και
του Τύπου. Οι κομμουνιστές, φυσικά, και σε αυτό το στάδιο, θα ασκούν
προπαγάνδα υπέρ του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά την ίδια στιγμή θα
υποστηρίζουν κάθε πραγματικό μαζικό κίνημα με δημοκρατικά συνθήματα, και
όπου είναι δυνατόν θα αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία σε ένα τέτοιο
κίνημα.
Ανάμεσα
στο καθεστώς της αστικής δημοκρατίας και το καθεστώς της προλεταριακής
δημοκρατίας, δεν υπάρχει ένα καθεστώς μιας τρίτης, «δημοκρατίας των
εργαζόμενων μαζών». Είναι αλήθεια, η ισπανική δημοκρατία αυτοαποκαλείται
«δημοκρατία των εργαζόμενων τάξεων», ακόμη και στο κείμενο του
συντάγματος της. Αλλά πρόκειται για μια τυπική φόρμουλα πολιτικής
αγυρτείας. Η μπραντλεριανή φόρμουλα της δημοκρατίας «μόνο για τις
εργαζόμενες μάζες», ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την «ενότητα όλων των
τάξεων», φαίνεται να είναι ειδικά σχεδιασμένη για να προκαλέσει σύγχυση
και να παραπλανήσει την επαναστατική πρωτοπορία στο πιο σημαντικό
ερώτημα: «Πώς και σε ποιο βαθμό θα προσαρμοστούμε στο κίνημα των
μικροαστών και των καθυστερημένων στρωμάτων των εργαζόμενων μαζών, ποιες
παραχωρήσεις θα κάνουμε σ’ αυτούς στο ζήτημα του ρυθμού του κινήματος
και των επίκαιρων συνθημάτων, έτσι ώστε με μεγαλύτερη επιτυχία να
συσπειρώσουμε το προλεταριάτου κάτω από το έμβλημα της δικής του
επαναστατικής δικτατορίας;»
Στο
έβδομο συνέδριο του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Μάρτιο του
1918, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του προγράμματος του κόμματος, ο
Λένιν έδωσε μια αποφασιστική μάχη ενάντια στον Μπουχάριν, ο οποίος
θεωρούσε ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι καταδικασμένος, μια για πάντα,
ότι έχει «εξαντληθεί» ιστορικά. «Πρέπει», απάντησε ο Λένιν, «να γράψουμε
ένα νέο πρόγραμμα της σοβιετικής εξουσίας, χωρίς να παραιτηθούμε από τη
χρήση του αστικού κοινοβουλευτισμού. Το να πιστεύει κανείς ότι δεν θα
επιστρέψουμε πίσω είναι ουτοπικό... Μετά από κάθε αποτυχία, εάν οι
εχθρικές προς εμάς ταξικές δυνάμεις μάς αναγκάσουν να υποχωρήσουμε σ’
αυτή την παλιά θέση, θα προχωρήσουμε προς αυτό που έχει κατακτηθεί από
την εμπειρία, προς τη σοβιετική εξουσία...»
Ο Λένιν αντιτάχθηκε σε έναν δογματικό αντικοινοβουλευτισμό για μια χώρα η οποία είχε ήδη αποκτήσει το σοβιετικό καθεστώς: Δεν πρέπει να δεσμευόμαστε εκ των προτέρων, δίδαξε στον Μπουχάριν, επειδή είναι πιθανό να αναγκαστούμε να υποχωρήσουμε
σε θέσεις που έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Στη Γερμανία, δεν υπήρξε και δεν
υπάρχει δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά υπάρχει μια δικτατορία του
φασισμού. Η Γερμανία έχει υποχωρήσει πίσω ακόμα και από την αστική δημοκρατία. Κάτω απ’
αυτές τις συνθήκες, η εκ των προτέρων αποκήρυξη των δημοκρατικών
συνθημάτων και του αστικού κοινοβουλευτισμού σημαίνει ότι ανοίγουμε το
δρόμο για την αναγέννηση της σοσιαλδημοκρατίας.
(14 Ιουλίου 1933)
Μετάφραση: e la libertà
Leon Trotsky, «Fascism and Democratic Slogans», The Militant, 26 Αυγούστου 1933· New International, τόμος 9, τεύχος 7, Ιούλιος 1943, Νέα Υόρκη, σσ. 217-220· Marxists Internet Archive (και στα Ισπανικά: «El fascismo y las consignas democráticas», Marxists Internet Archive).
Σημειώσεις
1
Η δικτατορία (Διευθυντήριο) του στρατηγού Primo de Rivera επιβλήθηκε το
1923 με απόφαση του βασιλιά Αλφόνσου XIII, ύστερα από την πολιτική
κρίση που πυροδότησε η πανωλεθρία των ισπανικών αποικιακών στρατευμάτων
στον πόλεμο με τους εξεγερμένους Μαροκινούς. Η δικτατορία του κατέρρευσε
το 1930 ύστερα από μια νέα πολιτική κρίση που προκάλεσε η παγκόσμια
οικονομική ύφεση. Η κατάρρευσή της όμως όξυνε ακόμα περισσότερο την
κρίση μέσα στην ισπανική κοινωνία, οδηγώντας στην ανατροπή του Αλφόνσου
XIII και κορυφώθηκε με το πραξικόπημα του Φράνκο, την επανάσταση του
1936 και τον ισπανικό εμφύλιο.
2 Giustizia e Liberta:
Ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1929 από τους Ιταλούς αντιφασίστες στην εξορία.
Ηγετική προσωπικότητα μέσα σ’ αυτή την οργάνωση ήταν ο Carlo Rosselli,
συγγραφέας του βιβλίου Socialisme Liberal (ο Ροσέλι δολοφονήθηκε στο Παρίσι το 1937). Η οργάνωση εξέδιδε το Quaderni de Giustizia e Liberta,
που έβγαινε στο Παρίσι και στέλνονταν κρυφά στην Ιταλία. Προσπάθησε να
κάνει μια σύνθεση του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, απορρίπτοντας
τον μαρξισμό, την ταξική πάλη και την επανάσταση. Τον Απριλίου του 1943
συγχωνεύθηκε με άλλες ομάδες για να σχηματίσουν το Partido d’Azione,
μια αντάρτικη ομάδα που έδρασε στο τέλος του Β΄ ΠΠ.
3 Κόμης Carlo Sforza. Δεξιός πολιτικός και διπλωμάτης, ο οποίος διατέλεσε υποργός εξωτερικών της Ιταλίας κατά το τέλος του Α΄ ΠΠ και
μέχρι το 1921. ήρθε σε αντιπαράθεση με τους φασίστες και όταν ο
Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία, ο Σφόρτσα παραιτήθηκε από πρεσβευτής της
ιταλίας στη Γαλλία και ανέλαβε την ηγεσία της αντιπολίτευσης των
αστικών κομμάτων απέναντι στον Μουσολίνι, μέχρι το 1926, που υποχρεώθηκε
να εγκαταλείψει τη χώρα. Στο εξωτερικό συνέχισε την αντιπολιτευτική του
δραστηριότητα και μετά τη δολοφονία του Ροσέλι, αναδείχτηκε σε ηγετική
φυσιογνωμία της αστικής αντιπολίτευσης. Μετά τον πόλεμο συμμετείχε σε
διάφορες κυβερνήσεις καταλαμβάνοντας υπουργικά αξιώματα.
4
Ο Μπράντλερ και ο Ταλχάιμερ ήταν οι σημαντικότεροι ηγέτες του ΚΚΓ στις
αρχές της δεκαετίας του ’20. Στα μέσα της δεκαετίας απομακρύνθηκαν από
τις ηγετικές τους θέσεις κάτω από την πίεση της Κομιντέρν και το 1928
διαγράφτηκαν από το κόμμα, μαζί με εκατονάδες άλλα κομματικά στελέχη.
Ίδρυσαν τότε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (Αντιπολίτευση) που εξέδιδε την εφημερίδα Gegen den Strom
(κόντρα στο ρεύμα). Καθώς υποστήριζαν την τάση του Μπουχάριν στις
συγκρούσεις στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, είχαν μάλλον εχθρικές πολιτικές
σχέσεις με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση. Ο Τρότσκι αρκετές φορές
επιτίθεται με σφοδρότητα στις απόψεις τους, αν και το 1923 είχε
αντιταχθεί στην πρόταση να απομακρυνθεί ο Μπράντλερ από την ηγεσία του
ΚΚΓ, ως εξιλαστήριο θύμμα της ανικανότητας του ΚΚΓ να εκμεταλλευτεί την
επαναστατική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και να καταλάβει την
εξουσία.
5
Alfred Hugenberg: Γερμανός μεγαλοεπιχειρηματίας και πολιτικός, αρχηγός
του γερμανικού Λαϊκού Κόμματος. Βοήθησε τον Χίτλερ να καταλάβει την
εξουσία, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να τον ελέγχει. Ανέλαβε υποργείο
στην πρώτη ναζιστική κυβέρνηση, αλλά γρήγορα οι ναζί τον ανάγκασαν να
παραιτηθεί από κάθε πολιτική δραστηριότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου